Η ετήσια έκθεση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για τα δηλωθέντα κρούσματα λοιμωδών νοσημάτων το 2024 αποκαλύπτει μια ανησυχητική, αλλά ταυτόχρονα αποκαλυπτική εικόνα για την κατάσταση στη Δημόσια Υγεία στη χώρα μας.
Τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι τα κρούσματα αυξήθηκαν κατά 46,9% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, μια εκρηκτική άνοδος που δεν μπορεί να ερμηνευτεί μόνο με όρους επιδημιολογίας, αλλά απαιτεί πολιτική και κοινωνική ανάλυση.
Η σημαντικότερη αύξηση εντοπίζεται στη γρίπη, η οποία σχεδόν διπλασιάστηκε (από 1.192 σε 2.305 κρούσματα), ενώ ο κοκκύτης παρουσίασε αλματώδη άνοδο (από μόλις 12 κρούσματα το 2023 σε 440 το 2024). Εντυπωσιακά αρνητική και η άνοδος της ιλαράς με μηδενικά κρούσματα την περίοδο 2021-2023 και 38 την περσινή χρονιά. Αυτή η επιστροφή νοσημάτων που θεωρούνταν ελεγχόμενα εγείρει εύλογα ερωτήματα για την αποτελεσματικότητα των πολιτικών εμβολιασμού και επιτήρησης, καθώς και για την προτεραιοποίηση της πρόληψης στη Δημόσια Υγεία.
Η Δημόσια Υγεία ως πολιτική επιλογή
Η υγεία, αν και συχνά παρουσιάζεται ως τεχνικό ή ιατρικό ζήτημα, αποτελεί βαθιά πολιτική υπόθεση. Η πρόληψη, η ενημέρωση του πληθυσμού, η κατανομή των πόρων και η στελέχωση των δημόσιων φορέων είναι πολιτικές αποφάσεις.
Τα ευρήματα της ΕΛΣΤΑΤ καταδεικνύουν πως η Ελλάδα εξακολουθεί να κινείται, κατά έναν τρόπο, αντιδραστικά απέναντι στις υγειονομικές κρίσεις, παρά προληπτικά. Η δημόσια υγεία στην περιφέρεια παραμένει υποστελεχωμένη. Έτσι, η αύξηση των λοιμωδών νοσημάτων αντικατοπτρίζει όχι μόνο βιοϊατρικά δεδομένα, αλλά και πολιτικές επιλογές λιτότητας και συγκέντρωσης πόρων που υπονομεύουν τη συνοχή του συστήματος.
Ανισότητες
Σύμφωνα με την έκθεση, το μεγαλύτερο μέρος των κρουσμάτων εντοπίζεται στην Αττική, η οποία συγκεντρώνει το 46% των περιστατικών, ενώ οι υπόλοιπες Περιφέρειες παρουσιάζουν μικρότερα, αλλά ανησυχητικά ποσοστά. Αυτή η γεωγραφική ανισορροπία δεν είναι τυχαία: αντανακλά τη διαχρονική αποδυνάμωση της Δημόσιας Υγείας στην περιφέρεια.
Η πολιτική διάσταση είναι προφανής. Η Αττική, ως κέντρο διοίκησης και πληθυσμού, απορροφά τον μεγαλύτερο όγκο πόρων, αφήνοντας τις περιφέρειες να εξαρτώνται από ελλιπή μέσα πρόληψης και ανίχνευσης. Η αποκέντρωση της υγειονομικής πολιτικής παραμένει ευχολόγιο, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι μικρότερων περιοχών να εκτίθενται δυσανάλογα σε υγειονομικούς κινδύνους.
Από την πανδημία στην επαγρύπνηση
Η πτώση των κρουσμάτων COVID-19 κατά σχεδόν 50% σε σχέση με το 2023 είναι αναμφίβολα θετικό στοιχείο. Ωστόσο, η γενικότερη αύξηση άλλων λοιμωδών νοσημάτων δημιουργεί το παράδοξο μιας «μεταπανδημικής αδράνειας». Η κοινωνία και το κράτος, κουρασμένα από τρία χρόνια πανδημικής διαχείρισης (και σε πολλά κομμάτια για την κυβέρνηση, αποτυχίας), φαίνεται να έχουν χαλαρώσει τους μηχανισμούς επιτήρησης και εμβολιασμού.
Η υγειονομική πολιτική της επόμενης περιόδου δεν μπορεί να περιορίζεται στη διαχείριση κρίσεων. Χρειάζεται ένα σύστημα μόνιμης πρόληψης, ενίσχυσης του ΕΟΔΥ, και κυρίως επανεκπαίδευσης του πληθυσμού σε θέματα υγιεινής, εμβολιασμού και περιβαλλοντικής ευαισθησίας.
Η κλιματική κρίση
Η αύξηση κρουσμάτων από τον ιό του Δυτικού Νείλου (220 κρούσματα, +35,8% από το 2023) φανερώνει τη στενή σχέση μεταξύ κλιματικής κρίσης και υγειονομικής πολιτικής. Οι υψηλές θερμοκρασίες και οι μεταβολές στα οικοσυστήματα ευνοούν τη μετάδοση νοσημάτων μέσω εντόμων, γεγονός που απαιτεί συνεργασίες.
Αντί, λοιπόν, η Δημόσια Υγεία να αντιμετωπίζεται ως «ιατρικό θέμα», πρέπει να ενταχθεί στο πλαίσιο μιας ολιστικής στρατηγικής βιωσιμότητας που συνδέει την υγεία με το περιβάλλον, την αγροτική παραγωγή και τον αστικό σχεδιασμό.
Η έκθεση της ΕΛΣΤΑΤ δεν είναι απλώς στατιστική καταγραφή. Είναι ο καθρέφτης της πολιτικής προτεραιότητας που δίνει η χώρα στη δημόσια υγεία. Η άνοδος των λοιμωδών νοσημάτων δείχνει ότι η μετάβαση από τη «διαχείριση κρίσης» στη «διαχείριση πρόληψης» δεν έχει ακόμη επιτευχθεί.








