Ο προϋπολογισμός του 2026, που κατατέθηκε στη Βουλή πριν λίγες μέρες, φαίνεται πως αφήνει στο περιθώριο το προσωπικό του Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ), ενισχύοντας τους φόβους για μόνιμες αποχωρήσεις προς τον ιδιωτικό τομέα ή το εξωτερικό.
Ο λόγος; Καμία ουσιαστική αύξηση στις αμοιβές των υγειονομικών –ενώ άλλες επαγγελματικές ομάδες μπαίνουν στο επίκεντρο των κυβερνητικών εξαγγελιών. Αυτό μάλιστα έρχεται σε σύγκρουση με όσα είπε πρόσφατα ο υπουργός Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης.
Σύμφωνα με την Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων Δημόσιων Νοσοκομείων (ΠΟΕΔΗΝ), οι νοσηλευτές και ιατρικό προσωπικό αισθάνονται βαθιά υποτιμημένοι. Η «σιωπή» της κυβέρνησης σε ό,τι αφορά την ενίσχυσή τους θεωρείται «απόλυτη περιφρόνηση».
Για παράδειγμα: νεοδιόριστος νοσηλευτής παίρνει μόλις 836 €, βοηθός νοσηλευτή 736 €, τραυματιοφορέας 684 €.
Σε συνθήκες ακρίβειας, υψηλών ενοικίων και εργασιακής πίεσης -κυρίως από ελλείψεις προσωπικού- η κατάσταση είναι κρίσιμη.
Η ΠΟΕΔΗΝ τονίζει ότι:
- Το ΕΣΥ «αδειάζει»: πολλοί εργαζόμενοι αναζητούν διέξοδο, οι νέοι αποφεύγουν τις σχολές υγείας.
- Ο προϋπολογισμός του 2026, χωρίς αύξηση στους μισθούς του υγειονομικού προσωπικού, θα επιταχύνει τις αποχωρήσεις.
- Όσοι παραμείνουν επωμίζονται πολλαπλά καθήκοντα υπό εξάντληση. Το σύστημα κινδυνεύει να «καταρρεύσει από έλλειψη ανθρώπων».
Γιατί είναι κρίσιμο;
Μια «φυγή» προσωπικού σημαίνει:
- Μείωση της ποιότητας των υπηρεσιών υγείας για τον πολίτη.
- Αυξημένο κόστος για το κράτος λόγω ανάγκης για υπερωρίες και έκτακτες προσλήψεις.
- Δυσκολία στο να καλυφθούν κενά, με αποτέλεσμα καταπονημένο προσωπικό και ενδεχόμενο «εμφράγματος» στην καθημερινότητα των νοσοκομείων.
- Μακροπρόθεσμα, αδυναμία του ΕΣΥ να ανταποκριθεί σε ανάγκες – με πιο σοβαρές συνέπειες σε περιόδους αυξημένης ζήτησης.
Τι μπορεί να γίνει
Είναι επιτακτικό:
- Να υπάρξει άμεση αναπροσαρμογή των αποδοχών του προσωπικού υγείας, λαμβάνοντας υπόψη το κόστος ζωής και τις πιέσεις της εργασίας.
- Να ενισχυθούν τα κίνητρα παραμονής και προσέλκυσης νέων εργαζομένων (ειδικά σε ειδικότητες που παρουσιάζουν «έξοδο»).
- Να γίνει «επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό» ως βασικό στοιχείο της στρατηγικής ενίσχυσης του ΕΣΥ — και όχι μόνο «λογιστικές» βελτιώσεις.
- Να υπάρξει διαφανής και ουσιαστική επικοινωνία μεταξύ πολιτείας και προσωπικού υγείας ώστε να οικοδομηθεί εμπιστοσύνη.
Σε αυτό το φόντο, ο φετινός προϋπολογισμός κινδυνεύει να αποδειχθεί «καταλύτης» για νέο κύμα φυγής από το ΕΣΥ -με επιπτώσεις που θα επηρεάσουν σε βάθος τη δημόσια υγεία.
Οι πρώτοι που θα βιώσουν τις συνέπειες αυτής της υποτίμησης είναι οι ίδιοι οι ασθενείς. Καθώς το προσωπικό μειώνεται, οι χρόνοι αναμονής για ραντεβού, εξετάσεις και χειρουργεία θα αυξάνονται, η προσωπική φροντίδα θα περιορίζεται και οι δομές της περιφέρειας θα αδειάζουν ακόμη πιο γρήγορα. Οι πιο ευάλωτοι —χρόνιοι ασθενείς, ηλικιωμένοι και παιδιά— θα εξαρτώνται από ένα σύστημα που σταδιακά θα λειτουργεί οριακά. Αν δεν ανακοπεί η φυγή, η ποιότητα και η προσβασιμότητα της δημόσιας υγείας δεν θα απλώς υποχωρήσουν· θα μετατραπούν σε προνόμιο αντί για δικαίωμα.








