Νέα μελέτη έδειξε ότι τα μικροπλαστικά μπορούν να αλλοιώσουν το μικροβίωμα του ανθρώπινου εντέρου, με αλλαγές που θυμίζουν μοτίβα συνδεδεμένα με την κατάθλιψη και τον καρκίνο του παχέος εντέρου, σύμφωνα με το Eureka Alert.
Η μελέτη, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος microONE, είναι μία από τις πρώτες έρευνες που εξέτασαν άμεσα πώς διαφορετικοί τύποι μικροπλαστικών αλληλεπιδρούν με το ανθρώπινο μικροβίωμα.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δείγματα κοπράνων από πέντε υγιείς εθελοντές και δημιούργησαν καλλιέργειες μικροβιώματος εκτός σώματος. Στη συνέχεια, τις εξέθεσαν σε πέντε είδη μικροπλαστικών – πολυστυρένιο, πολυπροπυλένιο, πολυαιθυλένιο χαμηλής πυκνότητας, πολυ(μεθυλ μεθακρυλικό) και τερεφθαλικό πολυαιθυλένιο – σε δόσεις που αντανακλούν την καθημερινή ανθρώπινη έκθεση, αλλά και σε υψηλότερες συγκεντρώσεις για να διερευνηθούν τυχόν επιδράσεις που εξαρτώνται από τη δόση.
Ο συνολικός αριθμός βακτηρίων δεν άλλαξε ουσιαστικά, όμως οι καλλιέργειες που εκτέθηκαν σε μικροπλαστικά παρουσίασαν σταθερή και έντονη αύξηση της οξύτητας (χαμηλότερα επίπεδα pH) σε σύγκριση με τις ομάδες ελέγχου. Αυτό έδειξε ότι η μικροβιακή δραστηριότητα είχε μεταβληθεί.
Η ανάλυση αποκάλυψε μεταβολές στη σύνθεση των βακτηρίων, διαφορετικές για κάθε τύπο μικροπλαστικού. Ορισμένες ομάδες βακτηρίων αυξήθηκαν, ενώ άλλες μειώθηκαν, με τις αλλαγές να εντοπίζονται κυρίως σε οικογένειες όπως Lachnospiraceae, Oscillospiraceae, Enterobacteriaceae και Ruminococcaceae. Οι περισσότερες μεταβολές καταγράφηκαν στο φύλο Bacillota, το οποίο παίζει σημαντικό ρόλο στην πέψη και στη γενικότερη υγεία του εντέρου.
Μαζί με αυτές τις αλλαγές παρατηρήθηκαν διαφοροποιήσεις και στις χημικές ουσίες που παράγουν τα βακτήρια. Κάποιες αντιστοιχούσαν με τη μείωση του pH. Συγκεκριμένα, ορισμένοι τύποι μικροπλαστικών επηρέασαν τα επίπεδα του βαλερικού και του 5-αμινοπεντανικού οξέος, ενώ άλλοι επηρέασαν τη λυσίνη ή το γαλακτικό οξύ. Αυτό δείχνει πόσο περίπλοκες είναι οι αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στα μικροπλαστικά και το μικροβίωμα.
Ορισμένες από τις αλλαγές που προκάλεσαν τα μικροπλαστικά μοιάζουν με μοτίβα που έχουν συνδεθεί στο παρελθόν με παθήσεις όπως η κατάθλιψη και ο καρκίνος του παχέος εντέρου, γεγονός που αναδεικνύει τις πιθανές συνέπειες της έκθεσης σε μικροπλαστικά για τον κίνδυνο ασθενειών.
Ο επικεφαλής της μελέτης, Christian Pacher-Deutsch, εξήγησε: «Σε αυτή τη φάση, οι ακριβείς μηχανισμοί δεν έχουν αποσαφηνιστεί, αλλά υπάρχουν αρκετές πιθανές εξηγήσεις. Τα μικροπλαστικά μπορεί να αλλάζουν τη μικροβιακή σύνθεση δημιουργώντας φυσικά ή χημικά περιβάλλοντα που ευνοούν ορισμένα βακτήρια. Για παράδειγμα, μπορούν να σχηματιστούν βιοφίλμ στις επιφάνειές τους, που προσφέρουν νέες “θέσεις” αποικισμού για κάποια μικρόβια».
Πρόσθεσε: «Είναι επίσης πιθανό τα μικροπλαστικά να μεταφέρουν χημικές ουσίες που επηρεάζουν άμεσα το βακτηριακό μεταβολισμό. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγές στην παραγωγή οξέων, οι οποίες λειτουργούν ως αντίδραση στρες και αλλάζουν το pH του εντέρου. Οι μεταβολές αυτές μπορεί στη συνέχεια να προκαλέσουν αλυσιδωτές αντιδράσεις που επηρεάζουν περαιτέρω την ισορροπία του μικροβιώματος».
Σχολιάζοντας τις ευρύτερες προεκτάσεις, ο Pacher-Deutsch είπε: «Τα ευρήματα είναι ιδιαίτερα σημαντικά, αν αναλογιστούμε ότι η έκθεση σε μικροπλαστικά είναι καθημερινή. Έχουν εντοπιστεί σε ψάρια, αλάτι, εμφιαλωμένο αλλά και νερό βρύσης, πράγμα που σημαίνει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι εκτίθενται μέσω της τροφής, της αναπνοής και της επαφής με το δέρμα».
Κατέληξε: «Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι τα μικροπλαστικά πράγματι επηρεάζουν το μικροβίωμα. Αν και είναι νωρίς για να μιλήσουμε με βεβαιότητα για τις επιπτώσεις στην υγεία, γνωρίζουμε ότι το μικροβίωμα παίζει καθοριστικό ρόλο στην ευεξία, από την πέψη έως την ψυχική υγεία. Η μείωση της έκθεσης σε μικροπλαστικά όπου είναι εφικτό είναι μια συνετή και σημαντική προφύλαξη».