Εννέα ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Candida auris: Τι πρέπει να γνωρίζετε για τον ανθεκτικό μύκητα

Εννέα ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Candida auris: Τι πρέπει να γνωρίζετε για τον ανθεκτικό μύκητα
Τρίτη, 21/10/2025 - 15:54

Πώς αντιμετωπίζεται η λοίμωξη από Candida auris.

Ο ΕΟΔΥ στο ενημερωτικό δελτίο Σεπτεμβρίου, δίνει απαντήσεις σε εννέα καίριες ερωτήσεις για τον μύκητα Candida auris.

Τι είναι η Candida auris και γιατί πλέον τη λέμε Candidozyma;

Η Candida auris είναι ένας ανθεκτικός μύκητας που μπορεί υπό συγκεκριμένες συνθήκες να προκαλέσει σοβαρές λοιμώξεις, συνηθέστερα σε ασθενείς που νοσηλεύονται σε βαριά κατάσταση ή έχουν σοβαρά εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα. Αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά το 2009 στην Ιαπωνία, όταν καλλιεργήθηκε από το αυτί (auris) ενός ασθενούς - εξού και το όνομά της. Από τότε έχει προκαλέσει εξάρσεις σε πολλές χώρες, κυρίως σε νοσοκομειακά περιβάλλοντα.

Μετονομάστηκε ή ακριβέστερα επαναταξινομήθηκε ως Candodozymα, επειδή το γονιδιακό της προφίλ και η ικανότητα της να αποικίζει το σώμα και το περιβάλλον των ασθενών διαφέρει από τα υπόλοιπα είδη Candida.

Γιατί προκαλεί ανησυχία;

Η C. Auris μπορεί να παρουσιάζει αντοχή σε πολλά αντιμυκητικά φάρμακα, γεγονός που δυσχεραίνει την αντιμετώπισή της. Επιπλέον, δεν αναγνωρίζεται («ταυτοποιείται») εύκολα με τις συνήθεις μεθόδους στο εργαστήριο, με αποτέλεσμα καθυστερήσεις στη διάγνωσή της.

Ένα χαρακτηριστικό που την ξεχωρίζει είναι η ικανότητά της να επιβιώνει και να αναπτύσσεται σε θερμοκρασίες έως και 42°C, ξεπερνώντας τη φυσική άμυνα του ανθρώπινου οργανισμού (≈37°C). Αυτή η θερμική αντοχή δηλώνει πιθανή προσαρμογή της σε συνθήκες που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, κάτι που θα μπορούσε να καταστήσει παρόμοιους περιβαλλοντικούς μύκητες απειλή για τον άνθρωπο στο μέλλον.

Τέλος, η C. auris μπορεί να επιβιώσει για εβδομάδες σε επιφάνειες, γεγονός που διευκολύνει τη μετάδοσή της σε νοσοκομεία και μονάδες χρόνιας φροντίδας (οίκοι ευγηρίας, κέντρα αποκατάστασης κλπ).

Ποια είναι η κατάσταση στην Ευρώπη και στην Ελλάδα;

Σύμφωνα με την έκθεση του ECDC, που δημοσιεύτηκε το Σεπτέμβριο του 2025, καταγράφεται συνεχής άνοδος στον αριθμό καταγεγραμένων περιστατικών από το 2013, όταν πρωτοεμφανίστηκαν κρούσματα (1.346 σε 18 χώρες to 2023), με εντοπισμένες ζώνες ενδημικότητας.

Ωστόσο, αρκετές χώρες δεν έχουν ακόμη εγκαταστήσει συστήματα επιδημιολογικής επιτήρησης του μύκητα, και γι΄αυτό τα δεδομένα δεν αντικατοπτρίζουν την πλήρη εικόνα στην Ευρώπη. Σε όλες τις χώρες με σχετικό σύστημα επιδημιολογικής επιτήρησης, η μετάδοση παραμένει κυρίως ενδονοσοκομειακή.

Στην Ελλάδα, η C. auris καταγράφηκε για πρώτη φορά το 2019. Από τότε, έχουν εντοπιστεί περιστατικά λοίμωξης και αποικισμού σε πολλές υγειονομικές μονάδες. Η επιδημιολογική επιτήρηση και καταγραφή των κρουσμάτων σε επιλεγμένες μονάδες φροντίδας γίνεται από τον ΕΟΔΥ. Το 2023 δηλώθηκαν στον ΕΟΔΥ 451 περιστατικά, ενώ το 2024 παρατηρήθηκε πτωτική τάση.

Γιατί αποκαλείται «superbug»;

Παρότι δεν αποτελεί απειλή για το γενικό πληθυσμό, η C. auris χαρακτηρίζεται συχνά ως «superbug», επειδή συνδυάζει ανθεκτικότητα στα αντιμυκητικά φάρμακα, δυνατότητα μακράς επιβίωσης στο περιβάλλον (επιφάνειες), ευκολία μετάδοσης και δυνητικές σοβαρές επιπλοκές σε εξαιρετικά ευάλωτους ασθενείς σε δομές υγειονομικής περίθαλψης και χρόνιας φροντίδας.

Ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο;

Η C auris δεν αποτελεί απειλή για τον υγιή πληθυσμό. Ωστόσο, μπορεί να κινδυνεύουν οι ασθενείς πουν νοσηλεύονται σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, άτομα με χρόνια σοβαρά νοσήματα που απαιτούν συχνές και μακρές νοσηλείες και σοβαρά ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς, ειδικά αν υποβάλλονται σε επεμβατικές πράξεις με τη χρήση καθετήρων, αναπνευστήρων κλπ.

Τι είδους λοιμώξεις προκαλεί;

Η C. auris μπορεί να προκαλέσει μυκηταιμία (λοίμωξη του αίματος από μύκητες) σε νοσηλευόμενους ασθενείς, κυρίως βαρέως πάσχοντες, λοιμώξεις χειρουργικών τραυμάτων και ξένων σωμάτων, όπως βαλβίδων στον εγκέφαλο, και άλλα. Εκδηλώνεται συνήθως με πυρετό και επιδείνωση της γενικής κατάστασης σε νοσηλευόμενους ασθενείς, που δεν ανταποκρίνεται στη συνηθισμένη αντιβιοτική αγωγή.

Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, όμως, ο μύκητας αποικίζει το δέρμα ή άλλα σημεία του σώματος των ασθενών, χωρίς να προκαλεί συμπτώματα, αλλά αποτελώντας έτσι δυνητική πηγή για περαιτέρω μετάδοσή του, αν δε λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα πρόληψης.

Πώς μεταδίδεται;

Ο μύκητας μπορεί να επιβιώνει για μεγάλο χρονικό διάστημα στο περιβάλλον και να μεταδίδεται από ασυμπτωματικούς φορείς. Η μετάδοση γίνεται κυρίως σε νοσοκομειακά περιβάλλοντα, είτε μέσω άμεσης μεταφοράς, κυρίως με τα χέρια, μεταξύ ασθενών και προσωπικού που φροντίζει τους ασθενείς, είτε μέσω μολυσμένων επιφανειών και ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού, αν δεν λαμβάνονται τα προβλεπόμενα μέτρα καθαριότητας και απολύμανσης.

Πώς γίνεται η διάγνωση της λοίμωξης από C. auris;

Η διάγνωση απαιτεί τη λήψη κατάλληλων δειγμάτων, όπως καλλιέργεια αίματος ή καλλιέργεια από την επιφάνεια μολυσμένου χειρουργικού τραύματος, και την εφαρμογή ειδικών τεχνικών για τη σωστή αναγνώριση του μύκητα.

Πώς αντιμετωπίζεται;

Η θεραπεία των λοιμώξεων από C. auris βασίζεται στη χορήγηση κατάλληλων αντιμυκητικών φαρμάκων, ενώ μπορεί να απαιτηθεί και η αφαίρεση μολυσμένων ξένων σωμάτων από το σώμα του ασθενούς, όταν αυτό είναι δυνατόν.

Σε περιπτώσεις που ο μύκητας αποικίζει το σώμα, χωρίς να προκαλεί λοίμωξη, δεν απαιτείται φαρμακευτική αγωγή, αλλά πρέπει να εφαρμόζονται τα κατάλληλα μέτρα πρόληψης της διασποράς, όπως η χωριστή νοσηλεία των ασθενών που φέρουν το μύκητα και η προσεκτική τήρηση των μέτρων υγιεινής των χεριών και των μέτρων επαφής, τόσο από το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, όσο και από τους επισκέπτες και φροντιστές των ασθενών.

Τελευταία τροποποίηση στις 21/10/2025 - 16:08