Μια μεγάλης κλίμακας μελέτη με πάνω από 27,000 ενήλικες που δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο του 2025 στο EBioMedicine (Lancet group) έδειξε ότι οι κακές συνήθειες ύπνου συνδέονται με επιταχυνόμενη γήρανση του εγκεφάλου, με τη φλεγμονή να παίζει σημαντικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία.
Η έρευνα αυτή έδειξε ότι τα άτομα με ανθυγιεινές συνήθειες ύπνου παρουσίαζαν εγκεφαλική γήρανση έως και ενός έτους σε σύγκριση με τη βιολογική τους ηλικία. Η Καθηγήτρια Θεραπευτικής – Επιδημιολογίας - Προληπτικής Ιατρικής, Παθολόγος (Θεραπευτική Κλινική Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Νοσοκομείο Αλεξάνδρα) Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, η Αλεξάνδρα Σταυροπούλου (Βιολόγος) και η Σόνια Μαραβελάκη (Βιολόγος) αναφέρουν ότι τα ευρήματα ενισχύουν τις αυξανόμενες ενδείξεις ότι οι διαταραχές ύπνου μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο άνοιας και άλλων νευρολογικών παθήσεων αργότερα στη ζωή.
Τα ευεργετικά οφέλη του ύπνου
Ο ύπνος είναι θεμελιώδης για πολλές ζωτικές λειτουργίες του οργανισμού – από την απομάκρυνση τοξικών ουσιών στον εγκέφαλο έως την εδραίωση της μνήμης. Ωστόσο, με την ηλικία, οι διαταραχές ύπνου εμφανίζονται συχνότερα. Έρευνες έχουν ήδη δείξει μια αμφίδρομη σχέση: οι εγκεφαλικές αλλοιώσεις που σχετίζονται με τη νόσο Αλτσχάιμερ μπορούν να απορρυθμίσουν τον κύκλο ύπνου-αφύπνισης, αλλά και οι ίδιες οι διαταραχές φαίνεται να επιταχύνουν τις διεργασίες που οδηγούν σε γνωστική έκπτωση.
Στην έρευνα αυτή χρησιμοποίησαν ένα μοντέλο τεχνητής νοημοσύνης, το οποίο εκτιμούσε την «ηλικία του εγκεφάλου» μέσα από την ανάλυση περισσοτέρων από χίλιες μετρήσεις από μαγνητικές τομογραφίες. Η διαφορά ανάμεσα στην ηλικία του εγκεφάλου και στη χρονολογική ηλικία, γνωστή ως brain age gap, θεωρείται πρώιμος δείκτης επιδείνωσης της εγκεφαλικής υγείας. Η μελέτη έδειξε ότι για κάθε μείωση κατά μία μονάδα στη «βαθμολογία υγιούς ύπνου» –μέτρο που συνυπολόγιζε πέντε στοιχεία: χρονότυπο, διάρκεια ύπνου, αϋπνία, ρογχοπάθεια (ροχαλητό) και υπνηλία την ημέρα– ο εγκέφαλος φαινόταν περίπου μισό έτος πιο γηραιός. Κατά μέσο όρο, όσοι είχαν μέτρια ποιότητα ύπνου είχαν εγκεφάλους 0,6 έτη γηραιότερους, ενώ όσοι δήλωσαν κακή ποιότητα ύπνου είχαν εγκεφάλους περίπου ένα έτος γηραιότερους από την πραγματική τους ηλικία. Οι διαφορές αυτές μπορεί να φαίνονται μικρές, αλλά σε βάθος χρόνου μπορούν να επηρεάσουν ουσιαστικά την υγεία του εγκεφάλου.
Διαταραχές ύπνου και φλεγμονή
Οι εξετάσεις αίματος έδειξαν ότι δείκτες φλεγμονής, όπως ο αριθμός λευκών αιμοσφαιρίων, εξηγούσαν πάνω από το 10% της σύνδεσης ανάμεσα στις διαταραχές ύπνου και στη μεγαλύτερη ηλικία εγκεφάλου. Το αποτέλεσμα αυτό συμφωνεί με προηγούμενες μελέτες που δείχνουν ότι οι διαταραχές ύπνου προκαλούν φλεγμονή σε όλο το σώμα, η οποία με τη σειρά της συμβάλλει σε παθήσεις όπως εγκεφαλικά επεισόδια, νόσο Αλτσχάιμερ και άλλες μορφές νευροεκφυλισμού. Επιπλέον, άλλοι πιθανοί μηχανισμοί είναι επίσης σημαντικοί. Για παράδειγμα, το «γλυολεμφικό σύστημα» του εγκεφάλου, ο μηχανισμός δηλαδή απομάκρυνσης αποβλήτων, είναι ιδιαίτερα ενεργό κατά τη διάρκεια του βαθύ ύπνου.
Η ανεπαρκής ή διακοπτόμενη ανάπαυση μπορεί να παρεμποδίσει αυτήν τη λειτουργία, οδηγώντας σε συσσώρευση βλαβερών πρωτεϊνών, όπως η αμυλοειδής πρωτεΐνη. Η μελέτη έδειξε ότι η σχέση ανάμεσα στις διαταραχές ύπνου και στη γήρανση του εγκεφάλου ήταν ισχυρότερη στους άνδρες παρά στις γυναίκες, αν και οι λόγοι παραμένουν ασαφείς. Αξιοσημείωτο είναι ότι η παρουσία του γονιδίου APOE ɛ4 (γνωστός γενετικός παράγοντας κινδύνου για τη νόσο Αλτσχάιμερ) δεν άλλαξε σημαντικά τη σύνδεση μεταξύ ύπνου και ηλικίας του εγκεφάλου. Η ηλικία των συμμετεχόντων έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο: η σχέση ήταν πιο έντονη σε άτομα κάτω των 60 ετών σε σύγκριση με μεγαλύτερους συμμετέχοντες.
Οι περιορισμοί της μελέτης
Λόγω του μεγάλου δείγματος και των προηγμένων απεικονιστικών μεθόδων, αυτή η μελέτη είναι μία από τις πιο ολοκληρωμένες ως τώρα. Παρ’ όλα αυτά, οι συγγραφείς τονίζουν ορισμένους περιορισμούς όπως το γεγονός ότι η ποιότητα ύπνου βασίστηκε σε αυτοαναφορές, οι οποίες συχνά είναι λιγότερο αξιόπιστες από τις αντικειμενικές μετρήσεις. Επίσης, οι συμμετέχοντες στη βάση δεδομένων του UK Biobank είναι γενικά πιο υγιείς και με υψηλότερο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό, κάτι που ίσως σημαίνει ότι τα πραγματικά αποτελέσματα στον πληθυσμό να είναι ακόμη πιο έντονα.
Όταν ο εγκέφαλος δείχνει πιο γερασμένος από την πραγματική μας ηλικία, δεν είναι ένα απλό εύρημα αλλά ένα ανησυχητικό καμπανάκι κινδύνου. Έχει συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο γνωστικής έκπτωσης, άνοιας και ακόμη και πρόωρου θανάτου. Οι ερευνητές υπογραμμίζουν ότι οι διαταραχές ύπνου μπορεί να διορθωθούν. Σε αντίθεση με τους γενετικούς κινδύνους, βελτιώνοντας τις συνήθειες ύπνου υπάρχει η ελπίδα να επιβραδυνθεί η γήρανση του εγκεφάλου και να μειωθεί ο κίνδυνος άνοιας. Μελλοντικές μελέτες θα πρέπει να διερευνήσουν αν παρεμβάσεις, όπως η αντιμετώπιση της αϋπνίας ή της υπνικής άπνοιας, καθώς και η υιοθέτηση μιας πιο υγιεινής ρουτίνας στον ύπνο, μπορούν να διατηρήσουν τον εγκέφαλο «νεότερο» για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Προς το παρόν, οι ειδικοί συνιστούν να δίνουμε προτεραιότητα στον ύπνο: να κοιμόμαστε 7–9 ώρες κάθε βράδυ, να διατηρούμε σταθερό ωράριο και να περιορίζουμε καφέ, αλκοόλ και οθόνες πριν τον ύπνο. Καθώς συσσωρεύονται νέα επιστημονικά δεδομένα, ένα πράγμα γίνεται σαφές: ο ύπνος δεν είναι απλώς ξεκούραση. Είναι ένα από τα πιο ισχυρά «όπλα» που διαθέτουμε για να προστατεύσουμε τον εγκέφαλό μας από την πρόωρη γήρανση.