Περισσότεροι από τριάντα άνθρωποι, ανάμεσά τους 21 παιδιά και έφηβοι, πέθαναν εξαιτίας ταυτόχρονων επιδημιών δάγκειου πυρετού και της νόσου τσικουνγκούνια που έχουν εκδηλωθεί στην Κούβα. Τα παραπάνω ανακοίνωσαν χθες οι υγειονομικές αρχές.
Όπως μεταδίδει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, έως την Κυριακή, καταγράφτηκαν «συνολικά 33 θάνατοι εξαιτίας αρβοϊών», σύμφωνα με δηλώσεις της υφυπουργού Υγείας Καρίλντα Πένια στην κρατική τηλεόραση.
Η ίδια διευκρίνισε πως από τους 33 θανάτους, οι 12 επήλθαν εξαιτίας της εκδήλωσης δάγκειου πυρετού, με 7 από τα θύματα να είναι «ανήλικοι κάτω των 18 ετών», και άλλοι 21 εξαιτίας της ασθένειας τσικουνγκούνια, συμπεριλαμβανομένων «14 ανηλίκων».
Η επιδημία της τσικουνγκούνια, νόσου με κύρια συμπτώματα τον πολύ υψηλό πυρετό και πόνους στις αρθρώσεις, εκδηλώθηκε τον Ιούλιο, στην επαρχία Ματάνσας (δυτικά), που γειτονεύει με την Αβάνα. Κατόπιν, μέσα σε μερικούς μήνες, εξαπλώθηκε και στις 15 επαρχίες της νήσου, όπου ταυτόχρονα μαίνεται επιδημία δάγκειου πυρετού.
Ως χθες, το υπουργείο Υγείας δεν είχε κάνει λόγο για θανάτους εξαιτίας της νόσου τσικουνγκούνια, παρότι κυκλοφορούσαν έντονες φήμες. Μόνο τρεις θάνατοι εξαιτίας του δάγκειου πυρετού είχαν επιβεβαιωθεί από τις αρχές.
Σύμφωνα με την κ. Πένια, ο αριθμός των κρουσμάτων τσικουνγκούνια μειώθηκε στη χώρα σε σύγκριση με τα επίπεδα των δυο προηγούμενων εβδομάδων, όπως και ο αριθμός των ασθενών που βρίσκονται σε σοβαρή ή κρίσιμη κατάσταση.
Η υφυπουργός Πένια υπογράμμισε ωστόσο ότι το νησί 9,7 εκατομμυρίων κατοίκων καταγράφει ακόμη υψηλά επίπεδα παρασιτισμού κουνουπιών, φορέων που μεταδίδουν τον ιό.
Στο παρελθόν η Κούβα είχε ήδη αντιμετωπίσει επιδημίες δάγκειου πυρετού. Όμως η τσικουνγκούνια είναι συγκριτικά νέα νόσος για τη χώρα. Έφθασε στη νήσο για πρώτη φορά το 2014, όταν μαινόταν επιδημία σε αρκετές χώρες της περιοχής -- πλήττοντας ιδίως τη Βραζιλία, την Κολομβία, την Αϊτή και τη Δομινικανή Δημοκρατία.
Την εποχή εκείνη, οι υγειονομικές αρχές κατάφεραν να ελέγξουν γρήγορα εστία μικρού μεγέθους, εντοπισμένη στη Σαντιάγο ντε Κούμπα (ανατολικά).
Αυτή τη φορά όμως, η επιδημία εξαπλώθηκε κι έγινε ανεξέλεγκτη, εξαιτίας της «συσσώρευσης σκουπιδιών» σε δρόμους και του στάσιμου νερού σε δεξαμενές σε σπίτια, οι ένοικοι των οποίων αντιμετωπίζουν με αυτές την περιοδική έλλειψη τρεχούμενου νερού από το δίκτυο ύδρευσης, που πλήττει φέτος ως και τρία εκατομμύρια Κουβανούς, σύμφωνα με τις αρχές.
Η έλλειψη συναλλάγματος, εξαιτίας της σοβαρής οικονομικής κρίσης που διέρχεται η χώρα της Καραϊβικής τα τελευταία πέντε χρόνια, προκαλεί επίσης προβλήματα σε δημόσιες υπηρεσίες, ιδίως σε αυτές της υγείας, καθώς και σε πολιτικές προληπτικού χαρακτήρα, όπως οι ψεκασμοί, λόγω της ανεπάρκειας καυσίμων.








