Μια πρόσφατη μελέτη συνδέει την έκθεση στην ακτινοβολία από τις αξονικές τομογραφίες με έναν μικρό αλλά υπαρκτό κίνδυνο αιματολογικών καρκίνων στα παιδιά και τους εφήβους.
Η μελέτη αυτή, που δημοσιεύτηκε την περασμένη εβδομάδα στο New England Journal of Medicine, δίνει τη δυνατότητα στους επαγγελματίες υγείας να λαμβάνουν πιο τεκμηριωμένες αποφάσεις για το πότε πρέπει να χρησιμοποιούν απεικονιστικές εξετάσεις στα παιδιά.
Όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, αν και η ιοντίζουσα ακτινοβολία είναι καρκινογόνος, το όφελος μιας αξονικής τομογραφίας όταν υπάρχει ιατρική ένδειξη είναι μεγαλύτερο, εφόσον η εξέταση γίνεται με τις σωστές τεχνικές ώστε να περιορίζονται οι ανεπιθύμητες επιδράσεις.
Ο Wesley Bolch, καθηγητής βιοϊατρικής και ακτινολογικής μηχανικής στο Πανεπιστήμιο της Φλόριντα, συμμετείχε στη μελέτη χρησιμοποιώντας εικονικά ανατομικά μοντέλα για να υπολογίσει τις δόσεις ακτινοβολίας στον μυελό των οστών σε περισσότερα από 3,7 εκατομμύρια παιδιά που υποβλήθηκαν σε αξονικές τομογραφίες την περίοδο 1996–2016.
«Χρησιμοποιήσαμε μια βιβλιοθήκη τρισδιάστατων ανατομικών μοντέλων υπολογιστή, που είχαν αναπτυχθεί στις αρχές της δεκαετίας του 2010 με σύμβαση από το National Cancer Institute», εξήγησε ο Bolch.
Η ερευνητική του ομάδα ανέπτυξε εκατοντάδες μοντέλα που αντιπροσωπεύουν παιδιά και ενήλικες όλων των ηλικιών, υψών και βαρών.
«Αυτή τη διαδικασία τη λέμε ανασύνθεση δόσεων οργάνων», πρόσθεσε ο Bolch, μέλος και του UF Health Cancer Center.
Η μελέτη είναι σημαντική γιατί μετρά απευθείας τον κίνδυνο λευχαιμίας σε παιδιά. Μέχρι σήμερα, οι επιστήμονες βασίζονταν σε μοντέλα κινδύνου που στηρίζονταν σε δεδομένα από τους επιζώντες της ατομικής βόμβας στην Ιαπωνία το 1945, κάτι εντελώς διαφορετικό από την έκθεση σε ακτινοβολία κατά τη διάρκεια μιας διαγνωστικής εξέτασης.
«Πρόκειται για την πρώτη μελέτη αυτού του είδους σε ΗΠΑ και Καναδά και την πρώτη που αξιολόγησε τον κίνδυνο καρκίνου σε παιδιά που υποβάλλονται σε απεικονιστικές εξετάσεις, λαμβάνοντας υπόψη το φύλο, το σωματότυπο και τις τεχνικές παραμέτρους κάθε περίπτωσης», τόνισε ο Bolch.
Αν και οι αξονικές τομογραφίες αντιστοιχούν στη μεγαλύτερη δόση ακτινοβολίας, στη μελέτη συμπεριλήφθηκαν επίσης η πυρηνική ιατρική, οι ακτινογραφίες και η φθοριοσκόπηση.
«Ο ρόλος του Dr. Bolch σε αυτή τη μελέτη-ορόσημο αναδεικνύει την ηγετική θέση του Πανεπιστημίου της Φλόριντα στην προσπάθεια να γίνει η ιατρική απεικόνιση πιο ασφαλής για τα παιδιά. Δείχνει, επίσης, τη δέσμευση του πανεπιστημίου στην έρευνα που προστατεύει τους ασθενείς και επηρεάζει τις πρακτικές υγείας διεθνώς», σχολίασε η πρόεδρος του τμήματος BME, Cherie Stabler.
Τα υψηλότερα επίπεδα ακτινοβολίας στον μυελό βρέθηκαν σε αξονικές τομογραφίες κεφαλής και τραχήλου, με μέση δόση 30,8 milligray (μονάδα μέτρησης της ακτινοβολίας που απορροφάται από τους ιστούς). Οι αξονικές κεφαλής (από τις πιο συχνές παιδιατρικές εξετάσεις) εμφάνισαν μέση δόση 13,7 milligray.
Η πιθανότητα εμφάνισης αιματολογικού καρκίνου έως τα 21 χρόνια ζωής ήταν 0,3% στα παιδιά που είχαν δεχτεί δόσεις στον μυελό άνω των 30 milligray. Ωστόσο, λιγότερο από το 1% των 3,7 εκατομμυρίων παιδιών της μελέτης είχε συγκεντρωτικές δόσεις πάνω από αυτό το επίπεδο.
Σήμερα, οι δόσεις από τις αξονικές είναι πολύ χαμηλότερες και τα συστήματα απεικόνισης πολύ πιο γρήγορα σε σχέση με τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και τις αρχές του 2000.
Η συγκεκριμένη έρευνα έρχεται 25 χρόνια μετά από μια μελέτη του Columbia University που είχε συνδέσει τη λευχαιμία με ορισμένες ακτινολογικές εξετάσεις, προκαλώντας, όπως είπε ο Bolch, «φόβο σε κάθε μητέρα».
Το πρόβλημα τότε ήταν ότι οι τεχνολόγοι και οι ακτινολόγοι δεν προσάρμοζαν τις τεχνικές της ακτινοβολίας ανάλογα με το μέγεθος του ασθενούς.
«Φανταστείτε ότι μόλις εξετάσατε έναν παχύσαρκο άνδρα με υψηλής έντασης και ενέργειας δέσμη ακτινών και αμέσως μετά πρέπει να εξετάσετε ένα μικρόσωμο κορίτσι 7 ετών. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, ελάχιστες κλινικές άλλαζαν τις ρυθμίσεις, με αποτέλεσμα το κορίτσι να λαμβάνει πολύ μεγαλύτερη δόση από ό,τι χρειαζόταν για μια σωστή εικόνα», ανέφερε ο Bolch. «Εκείνο το άρθρο τρόμαξε τον κόσμο, αλλά τελικά βοήθησε γιατί έδειξε ότι κάτι κάναμε λάθος».
Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, οι γιατροί άρχισαν να προσαρμόζουν την ένταση και την ενέργεια της ακτινοβολίας ανάλογα με τον ασθενή. Ταυτόχρονα, οι κατασκευαστές αξονικών συστημάτων έκαναν τεχνολογικές βελτιώσεις για να μειώσουν τις δόσεις.