Η Ινδία είναι μία από τις χώρες που πρόσφατα ανέφεραν αύξηση νέων κρουσμάτων κορωνοϊού, καθώς η νέα παραλλαγή, NB.1.8.1, εξαπλώνεται σε όλο τον κόσμο.
Κρούσματα έχουν πλέον αναφερθεί σε ασιατικές χώρες όπως η Ταϊλάνδη, η Ινδονησία και η Κίνα, ενώ η Υπηρεσία Ασφάλειας Υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου κατέγραψε τα πρώτα 13 κρούσματα στην Αγγλία την περασμένη εβδομάδα.
Ο ΠΟΥ παρακολουθεί την πορεία του νέου στελέχους του κορωνοϊού καταγράφοντας τα νέα κρούσματα τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη.
Η παραλλαγή, η οποία εντοπίστηκε για πρώτη φορά στα τέλη Ιανουαρίου, ονομάζεται NB.1.8.1 αλλά είναι ανεπίσημα γνωστή ως «Nimbus». Ανήκει στην «οικογένεια» της Omicron, ενώ κατάφερε να επικρατήσει κατά τη διάρκεια της άνοιξης στην Ευρώπη, την Αμερική και τον Δυτικό Ειρηνικό.
Ο ιός φέρει μεταλλάξεις που μπορούν να αυξήσουν τη μολυσματικότητά του και να του επιτρέψουν να ξεφύγει από ορισμένα αντισώματα. Παρ' όλα αυτά, «λαμβάνοντας υπόψη τα διαθέσιμα στοιχεία, ο πρόσθετος κίνδυνος για τη δημόσια υγεία που θέτει η NB.1.8.1 αξιολογείται ως χαμηλός σε παγκόσμιο επίπεδο», έγραψε ο ΠΟΥ στην πιο πρόσφατη αξιολόγηση κινδύνου για την παραλλαγή.
Όπως και άλλες παραλλαγές πριν από αυτήν, η Nimbus έχει συγκεκριμένες μεταλλάξεις στην πρωτεΐνη spike. Αυτές οι πρωτεΐνες καλύπτουν την επιφάνεια του ιού και είναι αυτές που χρησιμοποιεί για να εισέλθει στα κύτταρα, όπου αναπαράγεται.
Οι τροποποιήσεις της πρωτεΐνης spike του στελέχους Nimbus θα μπορούσαν να αυξήσουν την ικανότητα μετάδοσής του και να μειώσουν εν μέρει την εξουδετερωτική αποτελεσματικότητα ορισμένων αντισωμάτων που δημιουργούνται από προηγούμενες λοιμώξεις.
Ωστόσο, ο ΠΟΥ αναφέρει ότι δεν υπάρχουν στοιχεία ότι αυτή η παραλλαγή προκαλεί πιο σοβαρή νόσο σε σύγκριση με άλλα στελέχη που κυκλοφορούν αυτήν τη στιγμή. Ούτε έχουν παρατηρηθεί αυξήσεις στις νοσηλείες ή τους θανάτους που σχετίζονται με την εμφάνισή της.
Τα συμπτώματα που σχετίζονται με το στέλεχος NB.1.8.1 είναι παρόμοια με αυτά που προκαλούνται από άλλες παραλλαγές του SARS-CoV-2: πονόλαιμος, βήχας, κόπωση, πυρετός, μυϊκοί πόνοι, απώλεια γεύσης ή όσφρησης, αναπνευστική δυσχέρεια, ναυτία, έμετος και διάρροια.