Οι γιατροί στο ΕΣΥ βιώνουν μία σειρά από δυσκολίες ως προς την εργασία τους. Υποστελέχωση, υπερεφημέρευση, μετακινήσεις, έλλειψη κινήτρων, επιστημονική απαξίωση. Μεταξύ των παραπάνω, το μισθολογικό ζήτημα είναι ένα άκρως σημαντικό θέμα, που συμπαρασύρει την παρουσία του υγειονομικού στο σύστημα υγείας.
Την ώρα που η κυβέρνηση διαφημίζει την «αναβάθμιση του ΕΣΥ» και την «στήριξη των υγειονομικών», οι αριθμοί αποκαλύπτουν μια σκληρή πραγματικότητα: Οι γιατροί του ΕΣΥ αμείβονται ελάχιστα σε σχέση με τους συναδέλφους τους στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό στοιχείων του ΟΟΣΑ και της Eurostat.
Συγκεκριμένα:
- Ο μέσος μικτός μισθός ενός γιατρού στην Ελλάδα είναι περίπου 40.000 € (15η θέση στην Ε.Ε.)
- Ωστόσο, ο καθαρός μισθός πέφτει στα 27.400 € (η Ελλάδα υποχωρεί στην 18η θέση της Ε.Ε.)
Ακόμα κι αν ληφθεί υπόψη η αγοραστική δύναμη του μισθού (PPP), ώστε να φανεί πόσα «αγαθά» μπορεί να αγοράσει ο γιατρός στη χώρα του, η εικόνα δεν αλλάζει ουσιαστικά: Η Ελλάδα ανεβαίνει μόλις μία θέση, στην 17η θέση, με προσαρμοσμένο καθαρό εισόδημα γύρω στις 32.600 ευρώ.
Η αδικία σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη
Την ίδια ώρα, σε πολλές χώρες του εξωτερικού οι γιατροί απολαμβάνουν τους μισθούς που αξίζουν. Το Λουξεμβούργο είναι μία κατηγορία μόνο του με καθαρό ετήσιο εισόδημα τα 155.100 €. Από εκεί και πέρα όμως, βλέπουμε την Ιρλανδία, την Ολλανδία, τη Δανία, το Βέλγιο και τη Γερμανία με ετήσιους μισθούς πάνω από 80.000 €.
Συν τοις άλλοις πρέπει να σημειωθεί ότι οι υγειονομικοί στις παραπάνω χώρες εργάζονται κάτω από πολύ πιο βιώσιμες συνθήκες σε σχέση με τους εργαζόμενους στο ΕΣΥ.
Επάγγελμα υψηλής ευθύνης, αλλά χαμηλής εκτίμησης
Οι γιατροί στην Ελλάδα φέρουν τεράστιο βάρος ευθύνης, καθώς πέρα από τη διαχείριση των ιατρικών περιστατικών που καλούνται να αντιμετωπίσουν, έχουν να διαχειριστούν και μία σειρά από άλλες καταστάσεις: πολύωρες εφημερίες, έλλειψη εξοπλισμού και υποδομών, κενά που καλύπτουν οι ίδιοι είτε στο νοσοκομείο τους είτε με μετακινήσεις κ.α. Όλα αυτά έρχονται να ακολουθήσουν μία μακράς και επίπονης διαδικασίας εκπαίδευσης και εξειδίκευσης.
Παρά τις δυσκολίες αυτές, οι οικονομικές απολαβές τους δεν ανταποκρίνονται ούτε στο επίπεδο εκπαίδευσης ούτε στο βαθμό ευθύνης που έχουν. Η μισθολογική αδικία που υφίστανται αφενός δεν ανταποκρίνεται στον φόρτο εργασίας τους και αφετέρου υπονομεύει την επαγγελματική τους αναγνώριση και την προσωπική τους ικανοποίηση. Η χαμηλή εκτίμηση σε οικονομικό επίπεδο δημιουργεί μια δυσαρμονία που επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα ζωής και την επαγγελματική τους σταθερότητα.
Πολιτικές ευθύνες και το τίμημα της αδιαφορίας
Η υποτίμηση του ιατρικού προσωπικού δεν είναι απλά αποτέλεσμα οικονομικής στενότητας ή συγκυριών, αλλά αποτέλεσμα σαφών πολιτικών επιλογών που δεν έχουν δώσει προτεραιότητα στην ουσιαστική αναβάθμιση των μισθών και στη βελτίωση των συνθηκών εργασίας. Η όποια βοήθεια από πλευράς κυβέρνησης περιορίζεται είτε σε αυξήσεις που εξανεμίζονται λόγω φορολογίας, είτε σε έξτρα φόρτο των γιατρών με εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα.
Παράλληλα, η συγκεκριμένη κατάσταση και απουσία σοβαρών μέτρων για την προσέλκυση και διατήρηση νέων γιατρών στο ΕΣΥ οδηγεί σε μια επικίνδυνη «αιμορραγία» ανθρώπινου δυναμικού, με πολλούς νέους επιστήμονες να αναζητούν καλύτερες ευκαιρίες στο εξωτερικό. Το αποτέλεσμα είναι η αποδυνάμωση του δημόσιου συστήματος υγείας, η αυξημένη πίεση στους εναπομείναντες γιατρούς και η συνεχής υποβάθμιση στις παρεχόμενες υπηρεσίες υγείας. Αυτή η πολιτική αδιαφορία έχει σημαντικό κοινωνικό κόστος, καθώς πλήττει την ποιότητα ζωής όλων των πολιτών και υπονομεύει τη δημόσια υγεία συνολικά.