Αν και η κύρια αιτία του καρκίνου του πνεύμονα είναι το κάπνισμα, οι επιστήμονες στρέφουν τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον τους και σε άλλους πιθανούς παράγοντες κινδύνου.
Μια πρόσφατη μελέτη μεγάλης κλίμακας από τη Σουηδία, που δημοσιεύθηκε στο έγκριτο ιατρικό περιοδικό JAMA Network Open, αναδεικνύει τη διάμεση πνευμονική νόσο (Interstitial Lung Disease – ILD) ως σημαντικό και μέχρι σήμερα παραγνωρισμένο παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση καρκίνου του πνεύμονα.
Η διάμεση πνευμονική νόσος δεν είναι μία μεμονωμένη πάθηση, αλλά μια ομάδα χρόνιων νοσημάτων που επηρεάζουν κυρίως τον διάμεσο ιστό των πνευμόνων, δηλαδή τον χώρο ανάμεσα στις κυψελίδες. Οι νόσοι αυτές προκαλούν φλεγμονή και σταδιακή ίνωση, με αποτέλεσμα να περιορίζεται η ικανότητα των πνευμόνων να μεταφέρουν οξυγόνο.
Η πιο γνωστή μορφή ILD είναι η ιδιοπαθής πνευμονική ίνωση, ωστόσο υπάρχουν δεκάδες ακόμα υποκατηγορίες με παρόμοια συμπτώματα, όπως δύσπνοια, ξηρός βήχας και γενικευμένη κόπωση. Οι αιτίες μπορεί να περιλαμβάνουν την έκθεση σε περιβαλλοντικούς ρύπους, επαγγελματικούς κινδύνους, αυτοάνοσα νοσήματα, λοιμώξεις ή και γενετικούς παράγοντες.
Η Καθηγήτρια Θεραπευτικής – Επιδημιολογίας - Προληπτικής Ιατρικής, Παθολόγος (Θεραπευτική Κλινική Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Νοσοκομείο Αλεξάνδρα) Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, η Βιολόγος Αλεξάνδρα Σταυροπούλου και ο Θάνος Δημόπουλος (τ. Πρύτανης ΕΚΠΑ, Καθηγητής Θεραπευτικής – Ογκολογίας – Αιματολογίας, Διευθυντής Θεραπευτικής Κλινικής Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Νοσοκομείο Αλεξάνδρα) αναφέρουν ότι η σουηδική μελέτη ανέλυσε δεδομένα από πάνω από 5,4 εκατομμύρια άτομα που γεννήθηκαν μεταξύ 1932 και 1987 και παρακολουθήθηκαν για σχεδόν τρεις δεκαετίες, από το 1987 έως το 2016. Μεταξύ αυτών, περίπου 14.600 είχαν διαγνωστεί με κάποια μορφή διάμεσης πνευμονικής νόσου.
Οι ερευνητές εξέτασαν κατά πόσο τα άτομα αυτά εμφάνισαν καρκίνο του πνεύμονα σε μεγαλύτερη συχνότητα από τον γενικό πληθυσμό. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου του πνεύμονα ήταν τουλάχιστον διπλάσιος στους πάσχοντες από ILD, ακόμη και όταν λήφθηκαν υπόψη παράγοντες όπως η ηλικία, το φύλο, το μορφωτικό επίπεδο και η ύπαρξη νοσημάτων που σχετίζονται με το κάπνισμα.
Ο ρόλο των κληρονομικών παραγόντων
Ένα από τα πιο ισχυρά σημεία της μελέτης ήταν η σύγκριση ασθενών με ILD με τα υγιή αδέρφια τους. Με αυτόν τον τρόπο, οι ερευνητές εξάλειψαν την επίδραση των κοινών γονιδίων ή του οικογενειακού περιβάλλοντος, δείχνοντας ότι η ILD συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο ανεξαρτήτως κληρονομικών παραγόντων. Ο αυξημένος κίνδυνος παρέμεινε μάλιστα ισχυρός και στατιστικά σημαντικός και στα δύο σκέλη της ανάλυσης – τόσο στον γενικό πληθυσμό όσο και στη σύγκριση μεταξύ αδερφών.
Το ενδιαφέρον δεν περιορίστηκε μόνο στην παρουσία καρκίνου αλλά και στους διάφορους ιστολογικούς τύπους του. Η μελέτη έδειξε ότι η ILD αυξάνει τον κίνδυνο για όλους τους βασικούς τύπους καρκίνου του πνεύμονα: αδενοκαρκίνωμα, πλακώδες καρκίνωμα, μικροκυτταρικό καρκίνο και άλλες λιγότερο συχνές μορφές. Ιδιαίτερα έντονος ήταν ο συσχετισμός με τον μικροκυτταρικό καρκίνο, που θεωρείται ένας από τους πιο επιθετικούς και δύσκολα αντιμετωπίσιμους τύπους.
Η αιτία αυτής της σχέσης μεταξύ διάμεσης πνευμονικής νόσου και καρκίνου του πνεύμονα πιθανόν εντοπίζεται στην παθοφυσιολογία της ILD. Η χρόνια φλεγμονή και οι συνεχείς μικροτραυματισμοί του πνευμονικού ιστού δημιουργούν ένα περιβάλλον που ευνοεί την κυτταρική δυσπλασία και τελικά τη μετάλλαξη των κυττάρων.
Οι μεταλλάξεις αυτές μπορούν να οδηγήσουν στην ανάπτυξη κακοήθων όγκων. Επιπλέον, είναι πλέον γνωστό ότι ορισμένες γενετικές μεταλλάξεις που παρατηρούνται σε ασθενείς με ιδιοπαθή πνευμονική ίνωση εμφανίζονται και σε ασθενείς με καρκίνο του πνεύμονα, υποδηλώνοντας κοινές μοριακές οδούς.
Η μελέτη φέρνει στο προσκήνιο μια σημαντική κλινική ανάγκη: οι ασθενείς με διάμεση πνευμονική νόσο θα πρέπει να παρακολουθούνται πιο στενά για ενδείξεις καρκίνου του πνεύμονα. Οι ερευνητές προτείνουν να ενταχθεί η ILD στα προγνωστικά μοντέλα που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση κινδύνου και για τον σχεδιασμό προληπτικών ελέγχων, ιδιαίτερα σε άτομα που δεν έχουν ιστορικό καπνίσματος. Η προσέγγιση αυτή μπορεί να επιτρέψει την έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου και κατ’ επέκταση τη βελτίωση της επιβίωσης των ασθενών.
Αν και η διάμεση πνευμονική νόσος δεν είναι πάντα δυνατό να προληφθεί, ειδικά όταν οφείλεται σε άγνωστα ή γενετικά αίτια, η αποφυγή καπνίσματος και έκθεσης σε τοξικές ουσίες παραμένει ζωτικής σημασίας. Παράλληλα, η έγκαιρη διάγνωση της ILD και η σωστή ιατρική παρακολούθηση μπορούν να επιβραδύνουν την εξέλιξη της νόσου και ενδεχομένως να μειώσουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου.
Συνοψίζοντας, η διάμεση πνευμονική νόσος δεν είναι απλώς μια χρόνια αναπνευστική πάθηση που περιορίζει τη λειτουργία των πνευμόνων. Όπως αποδεικνύει η συγκεκριμένη μελέτη, αποτελεί και έναν σημαντικό ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση καρκίνου του πνεύμονα. Η αναγνώριση αυτού του κινδύνου αποτελεί σημαντικό βήμα προς την καλύτερη πρόληψη, την έγκαιρη διάγνωση και τη στοχευμένη αντιμετώπιση μιας από τις πλέον επιθετικές μορφές καρκίνου της εποχής μας.