Είναι, τελικά, η μείωση των γεννήσεων το τέλος του κόσμου;

Είναι, τελικά, η μείωση των γεννήσεων το τέλος του κόσμου;
Lingchor / Unsplash
Πέμπτη, 21/08/2025 - 03:00

Πώς η μείωση των γεννήσεων και ο πληθυσμός που γερνάει θα επηρεάσουν τον πλανήτη μέσα στα επόμενα χρόνια, σύμφωνα με τους ειδικούς.

Το 1970, μια γυναίκα στο Μεξικό γεννούσε κατά μέσο όρο επτά παιδιά. Το 2014 ο αριθμός αυτός είχε πέσει περίπου στα δύο, ενώ το 2023 ήταν μόλις 1,6. Αυτό σημαίνει ότι δεν γεννιούνται πια αρκετά παιδιά, ώστε να ανανεώνεται ο πληθυσμός.

Το Μεξικό δεν είναι η μόνη τέτοια περίπτωση, καθώς, σε όλο τον κόσμο, οι δείκτες γεννήσεων μειώνονται, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Το Ινστιτούτο Μετρήσεων και Αξιολόγησης Υγείας (IHME) του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον εκτιμά ότι μέχρι το 2050 πάνω από τα τρία τέταρτα των χωρών θα βρίσκονται στην ίδια θέση.

«Η πτώση της γονιμότητας ήταν πραγματικά εντυπωσιακή, πολύ πιο γρήγορη απ’ όσο περίμενε κανείς. Και συμβαίνει σε χώρες που δεν θα φανταζόμασταν ποτέ», λέει ο Χεσούς Φερνάντεθ-Βιγιαβέρδε, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια.

Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους. Αυτό που δεν είναι ξεκάθαρο είναι το πόσο σοβαρό θα αποδειχθεί το φαινόμενο της δημογραφικής κρίσης, ενώ μεγάλες είναι και οι διαφωνίες σχετικά με το πώς πρέπει να αντιδράσουν τα κράτη.

Σε οικονομίες που στηρίχθηκαν στην ιδέα της διαρκούς πληθυσμιακής αύξησης, υπάρχει ανησυχία για μελλοντική κάμψη στην καινοτομία και την παραγωγικότητα, αλλά και για το αν θα υπάρχουν αρκετοί εργαζόμενοι ώστε να στηρίξουν τον αυξανόμενο αριθμό ηλικιωμένων.

Οι ερευνητές προειδοποιούν ότι οι συνέπειες θα είναι αλυσιδωτές: από μείωση της στρατιωτικής ισχύος και της διεθνούς επιρροής, μέχρι επιβράδυνση των επενδύσεων στην πράσινη τεχνολογία.

Πόσο αναμένεται να μειωθεί ο πληθυσμός μέσα στα επόμενα χρόνια

Οι προβλέψεις σχετικά με τη μείωση του πληθυσμού μέσα στα επόμενα χρόνια διαφέρουν ανάλογα με τη χώρα. Ο ΟΗΕ και το Διεθνές Ινστιτούτο Εφαρμοσμένων Συστημάτων Ανάλυσης στην Αυστρία εκτιμούν πιο ήπιες μειώσεις σε σχέση με το αντίστοιχο ινστιτούτο στις ΗΠΑ.

Ωστόσο, οι περισσότεροι δημογράφοι συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός θα φτάσει στην κορύφωσή του μέσα στα επόμενα 30 έως 60 χρόνια και μετά θα αρχίσει να μειώνεται. Αν αυτό συμβεί, θα είναι η πρώτη φορά που θα παρατηρηθεί τέτοια πτώση από την εποχή της Μαύρης Πανώλης τον 14ο αιώνα.

Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, η Κίνα πιθανότατα κορύφωσε τον πληθυσμό της γύρω στο 2022, στα 1,4 δισεκατομμύρια. Η Ινδία αναμένεται να κάνει το ίδιο στις αρχές της δεκαετίας του 2060, φτάνοντας τα 1,7 δισεκατομμύρια. Το Γραφείο Απογραφών των ΗΠΑ προβλέπει ότι, με βάση το πιθανότερο σενάριο μετανάστευσης, ο αμερικανικός πληθυσμός θα κορυφωθεί το 2080 γύρω στα 370 εκατομμύρια. Στο μεταξύ, οι πιο απότομες βραχυπρόθεσμες μειώσεις αναμένονται σε χώρες μεσαίου εισοδήματος: η Κούβα υπολογίζεται ότι θα χάσει πάνω από το 15% του πληθυσμού της μέχρι το 2050.

Στην Ελλάδα, η πτώση του πληθυσμού έχει ήδη γίνει αισθητή, με την καταγραφή του 2021 να παρουσιάζει μια μείωση της τάξεως του 3,1% και τη μέση ηλικία των πολιτών να είναι στα 46,3 χρόνια.

Η Υποσαχάρια Αφρική είναι η μεγάλη εξαίρεση. Μέχρι το 2100, πάνω από τα μισά μωρά του κόσμου θα γεννιούνται εκεί, παρά το γεγονός ότι η περιοχή έχει πολύ χαμηλά εισοδήματα, ανεπαρκή συστήματα υγείας και αποθέματα τροφής και νερού. Ο δείκτης γονιμότητας της Νιγηρίας ξεπερνά τα 4 παιδιά ανά γυναίκα και ο πληθυσμός της αναμένεται να αυξηθεί κατά 76% μέχρι το 2050, καθιστώντας τη την τρίτη πιο πολυπληθή χώρα στον κόσμο.

Ωστόσο, οι τάσεις στη γονιμότητα είναι δύσκολο να προβλεφθούν. Υπάρχουν κενά στα δεδομένα, ενώ πολλά μοντέλα βασίζονται στην προσδοκία ότι οι δείκτες θα ανακάμψουν, όπως έχει συμβεί στο παρελθόν. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν είναι εγγυημένο.

Τι προκαλεί την πτώση του πληθυσμού;

Οι λόγοι πίσω από την κατάρρευση της γονιμότητας είναι πολλοί. Κυμαίνονται από την ευρύτερη πρόσβαση σε αντισύλληψη και εκπαίδευση μέχρι τις αλλαγές στις κοινωνικές αντιλήψεις γύρω από τις σχέσεις και τη γονεϊκότητα. Η συζήτηση συνεχίζεται για το ποιοι παράγοντες είναι οι σημαντικότεροι και πώς διαφοροποιούνται από περιοχή σε περιοχή.

Ορισμένοι από αυτούς τους παράγοντες αντανακλούν θετικές κοινωνικές αλλαγές. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, στοιχεία από τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων δείχνουν ότι η μείωση της γονιμότητας οφείλεται εν μέρει στη μείωση των ανεπιθύμητων κυήσεων και των γεννήσεων σε εφηβική ηλικία. Ενδεχομένως, και η μακροπρόθεσμη πτώση της ενδοοικογενειακής βίας να έχει παίξει ρόλο. Μελέτη του 2018 από την κοινωνιολόγο Τζένιφερ Μπάρμπερ και τους συνεργάτες της έδειξε ότι οι γυναίκες που ζούσαν σε βίαιες σχέσεις είχαν περίπου διπλάσιο αριθμό παιδιών σε σχέση με όσες δεν βρίσκονταν σε τέτοιες καταστάσεις.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, η πρόσβαση στην αντισύλληψη έχει αποσυνδέσει σε μεγάλο βαθμό τη σεξουαλική δραστηριότητα από την αναπαραγωγή. Στο Ιράν, μια εθνική εκστρατεία οικογενειακού προγραμματισμού που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980 οδήγησε στη μεγαλύτερη και ταχύτερη μείωση γονιμότητας που έχει καταγραφεί ποτέ: από σχεδόν επτά παιδιά ανά γυναίκα σε λιγότερα από δύο μέσα σε λιγότερο από είκοσι χρόνια. Ωστόσο, από το 2006 η χώρα γύρισε σε αντίθετη πολιτική και σήμερα προωθεί και πάλι μέτρα για την αύξηση των γεννήσεων.

Στις πλουσιότερες χώρες, οι νέοι δημιουργούν λιγότερες σχέσεις και κάνουν λιγότερο σεξ. Η κοινωνιολόγος Άλις Έβανς από το King’s College του Λονδίνου υποστηρίζει ότι η διαδικτυακή ψυχαγωγία ανταγωνίζεται τις διαπροσωπικές επαφές, υπονομεύοντας την κοινωνική αυτοπεποίθηση. Παράλληλα, όσο οι γυναίκες αποκτούν περισσότερη εκπαίδευση και επαγγελματικές ευκαιρίες, γίνονται και πιο επιλεκτικές.

«Οι γυναίκες θέλουν ανεξαρτησία, ενώ πολλοί άνδρες περιμένουν ‘μια υπηρέτρια στο σπίτι’», σχολιάζει ο Φερνάντεθ-Βιγιαβέρδε. «Πολλές γυναίκες λένε: ‘Γιατί να παντρευτώ αυτόν τον άνθρωπο;’ Υπάρχουν πάρα πολλοί άνδρες που είναι κυριολεκτικά ακατάλληλοι για σχέση».

Αυτή η απόσταση τροφοδοτεί κινήματα όπως το «4 όχι» στη Νότια Κορέα, όπου πολλές νέες γυναίκες απορρίπτουν τη γνωριμία, τον γάμο, το σεξ και την τεκνοποίηση.

Πολλοί νέοι επιλέγουν επίσης να συνεχίσουν τις σπουδές τους ώστε να διεκδικήσουν δουλειές με υψηλές απαιτήσεις αλλά και να αποφύγουν την αστάθεια στα πρώτα χρόνια. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ακόμη και όσοι κάνουν σχέση να καθυστερούν να αποκτήσουν παιδιά ή να αντιμετωπίζουν δυσκολίες λόγω ηλικίας.

Όσοι αποκτούν παιδιά έρχονται αντιμέτωποι με την πίεση να τα προετοιμάσουν για τον ίδιο έντονο ανταγωνισμό σε σπουδές και καριέρα, σημειώνει ο οικονομολόγος Ματίας Ντέπκε από τη London School of Economics. «Δεν είναι ότι εγκαταλείψαμε την ανατροφή των παιδιών. Απλώς επενδύουμε πολύ περισσότερα (χρόνο και χρήμα) σε λιγότερα παιδιά», τόνισε.

Οι αυξανόμενες οικονομικές πιέσεις ενισχύουν ακόμη περισσότερο το φαινόμενο. Σε έρευνα του ΟΗΕ με περισσότερους από 14.000 ερωτηθέντες σε 14 χώρες, το 39% ανέφερε ότι οι οικονομικοί περιορισμοί είναι βασικός λόγος που δεν κάνουν παιδιά. Στις ΗΠΑ, οι γεννήσεις μειώθηκαν πιο έντονα στις πόλεις όπου οι τιμές κατοικιών αυξήθηκαν πιο απότομα.

Σύμφωνα με τον Ντέπκε, οι υπερβολικά χαμηλοί δείκτες γονιμότητας εμφανίζονται εκεί όπου αυτές οι πιέσεις συναντώνται: ακριβή στέγη, εξαντλητική εργασιακή κουλτούρα και υπερβολικές απαιτήσεις από τους γονείς.

Άλλοι παράγοντες περιλαμβάνουν τη μείωση της ποιότητας του σπέρματος, πιθανώς λόγω περιβαλλοντικών τοξινών, αλλά και την αυξανόμενη ανησυχία για την πολιτική και περιβαλλοντική αστάθεια. Δεν είναι σαφές ποιοι από αυτούς τους παράγοντες έχουν τη μεγαλύτερη βαρύτητα σε κάθε χώρα.

Όμως, όπως τονίζει ο Στιούαρτ Γκιτέλ-Μπάστεν, κοινωνιολόγος στο Πανεπιστήμιο Επιστήμης και Τεχνολογίας του Χονγκ Κονγκ, «οι χαμηλοί δείκτες γονιμότητας αντανακλούν διαλυμένα συστήματα και θεσμούς που εμποδίζουν τους ανθρώπους να κάνουν τον αριθμό παιδιών που πραγματικά θέλουν. Αυτή είναι η πραγματική κρίση».

Οι συνέπειες της μείωσης του πληθυσμού

Οι συνέπειες της πληθυσμιακής μείωσης δεν θα είναι ίδιες παντού. Χώρες μεσαίου εισοδήματος, όπως η Κούβα, η Κολομβία και η Τουρκία, αναμένεται να πληγούν περισσότερο, καθώς η χαμηλή γονιμότητα συνδυάζεται με αυξανόμενη μετανάστευση προς πιο εύπορα κράτη.

Παράλληλα, θα ενταθεί το χάσμα ανάμεσα στις πόλεις και την ύπαιθρο. Καθώς οι νέοι εγκαταλείπουν τις μικρές κοινότητες, υποδομές όπως σχολεία, σούπερ μάρκετ και νοσοκομεία κλείνουν, γεγονός που ωθεί ακόμη περισσότερους να φύγουν. Συχνά, οι μόνοι που μένουν πίσω είναι οι ηλικιωμένοι.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, η γήρανση του πληθυσμού είναι ο πυρήνας του προβλήματος. Σε χώρες με χαμηλή γονιμότητα, το ποσοστό των ανθρώπων άνω των 65 ετών αναμένεται σχεδόν διπλασιαστεί, από 17% σε 31%, μέσα στα επόμενα 25 χρόνια. Με τη μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, αυξάνονται οι ανάγκες για φροντίδα και για χρηματοδότηση συστημάτων υγείας και πρόνοιας, την ώρα που η προσφορά δεν ακολουθεί.

Τι μπορούν να κάνουν οι κυβερνήσεις για να καθυστερήσουν τη γήρανση του πληθυσμού

Οι περισσότερες χώρες που θέλουν να ανακόψουν την πτώση της γονιμότητας έχουν κάποια εργαλεία στη διάθεσή τους. Ένα από αυτά είναι τα οικονομικά κίνητρα, όπως η πρόταση του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, να δοθεί σε κάθε νεογέννητο 1.000 δολάρια σε ειδικό ταμείο επένδυσης.

Ωστόσο, τα στοιχεία δείχνουν ότι τα επιδόματα αυτά έχουν περιορισμένα αποτελέσματα. Η Αυστραλία εισήγαγε το 2004 επίδομα 3.000 δολαρίων, που αργότερα αυξήθηκε στα 5.000. Η πολιτική αυτή οδήγησε σε αύξηση των γεννήσεων κατά 7% βραχυπρόθεσμα, αλλά δεν είναι σαφές αν οι οικογένειες έκαναν τελικά περισσότερα παιδιά ή απλώς τα απέκτησαν νωρίτερα.

Πιο αποτελεσματικές φαίνεται να είναι οι πολιτικές που προσφέρουν γενναιόδωρες γονικές άδειες και επιδοτήσεις για παιδική φροντίδα και στέγαση. Οι σκανδιναβικές χώρες υπήρξαν πρωτοπόρες σε αυτού του είδους τις επενδύσεις, συμπεριλαμβάνοντας και άδειες για τους πατέρες. Οι χώρες αυτές είχαν μικρότερη μείωση στη γονιμότητα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, αν και η πτωτική τάση συνεχίζεται.

Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι χρειάζεται να δοθεί μεγαλύτερη αξία στη σκληρή δουλειά που απαιτείται για να φέρει κανείς στον κόσμο και να μεγαλώσει ένα παιδί. «Όλα όσα σχετίζονται με την τεκνοποίηση: η εγκυμοσύνη, ο τοκετός, η φροντίδα του βρέφους, αντιμετωπίζονται σαν φθηνή εργασία», σημειώνει η Κατς Ρόθμαν.

Χώρες όπου οι πατεράδες συμμετέχουν περισσότερο στην ανατροφή των παιδιών τείνουν να έχουν υψηλότερη γονιμότητα. Μια μελέτη σε Βουλγαρία, Τσεχία, Ουγγαρία, Πολωνία και Ρωσία έδειξε ότι η μεγαλύτερη εμπλοκή του πατέρα συνδέεται με αυξημένη πιθανότητα η μητέρα να αποκτήσει δεύτερο παιδί και να συνεχίσει να εργάζεται πλήρως.

Δεν υπάρχει μαγική λύση

Δεν υπάρχει «μαγική λύση». Καμία πολιτική δεν μπορεί να αποκαταστήσει άμεσα τη γονιμότητα, προειδοποιούν οι επιστήμονες. Όμως ακόμη και μικρές αυξήσεις μπορούν να κάνουν τη διαφορά, λειτουργώντας σαν «μαξιλάρι». «Ένα από τα προβλήματα είναι ότι οι κοινωνίες περιμένουν υπερβολικά πολλά από τις προοδευτικές πολιτικές», λέει ο Φερνάντεθ-Βιγιαβέρδε. Ακόμη και μια συνολική αύξηση κατά 0,2 ή 0,3 στον δείκτη γονιμότητας θα μπορούσε να επιβραδύνει την πτώση και να δώσει χρόνο για προσαρμογή.

Υπάρχουν επίσης πολιτικές που μπορούν να στηρίξουν τα συνταξιοδοτικά και κοινωνικά συστήματα, όπως η αύξηση του ανώτατου ορίου εισφορών στην κοινωνική ασφάλιση στις ΗΠΑ.

Μία ακόμη λύση είναι η αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης, όπως ήδη κάνουν ορισμένες χώρες. Τα στοιχεία από 41 ανεπτυγμένες και αναδυόμενες οικονομίες δείχνουν ότι το 2022 ένας 70χρονος είχε την ίδια γνωστική ικανότητα που είχε ένας 53χρονος το 2000. Οι ηλικιωμένοι που παραμένουν δραστήριοι (είτε δουλεύοντας είτε φροντίζοντας εγγόνια) βελτιώνουν συχνά την υγεία τους και αισθάνονται λιγότερη μοναξιά.

Βέβαια, τέτοιες αλλαγές συχνά προκαλούν αντιδράσεις. Οι προτάσεις για αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης στη Ρωσία το 2018 και στη Γαλλία το 2023 προκάλεσαν μαζικές διαδηλώσεις.

Η μετανάστευση αποτελεί ένα ακόμη «εργαλείο». Μπορεί να γεφυρώσει τα κενά στην αγορά εργασίας πλουσιότερων χωρών με τα υψηλά ποσοστά γεννήσεων φτωχότερων περιοχών, σημειώνουν οι ειδικοί. «Οι μετανάστες αυξάνουν τα φορολογικά έσοδα και τροφοδοτούν την καινοτομία, ακόμη κι αν οι ίδιοι δεν απολαμβάνουν πλήρως τα οφέλη των συστημάτων πρόνοιας στα οποία συνεισφέρουν», λέει η κοινωνιολόγος Κάρεν Γκούζο από το Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας.

Η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία έχουν ήδη χαλαρώσει τους κανόνες μετανάστευσης για να καλύψουν κενά στο εργατικό τους δυναμικό. Ωστόσο, η μετανάστευση είναι πάντα πολιτικά ευαίσθητο ζήτημα: σε χώρες που ανοίγουν τα σύνορά τους για ανάπτυξη, οι μετανάστες συχνά γίνονται αποδιοπομπαίοι τράγοι για τα προβλήματα που προκαλεί η ίδια η πληθυσμιακή μείωση. Παράλληλα, το λεγόμενο «brain drain» μπορεί να βλάψει σοβαρά τις χώρες προέλευσης.

Ο Γκιτέλ-Μπάστεν καλεί τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να δουν το ζήτημα σε περισσότερες διαστάσεις. «Είναι πολύ πιο εύκολο να εξαλείψεις τη φτώχεια των παιδιών απ’ ό,τι να αυξήσεις τη γονιμότητα», τονίζει.

Η μείωση του πληθυσμού δεν πρόκειται να αντιστραφεί – Τι σημαίνει αυτό για τα κράτη

Οι επιστήμονες συμφωνούν ότι ακόμη και τα πιο αποτελεσματικά μέτρα δύσκολα θα φέρουν πλήρη ανάκαμψη στους δείκτες γεννήσεων. Για τον λόγο αυτό, ολοένα και περισσότεροι επιστήμονες προτείνουν να στραφεί η συζήτηση από την «αναστροφή» στην «ανθεκτικότητα».

Σύμφωνα με τους ειδικούς, υπάρχει ένα περιθώριο αισιοδοξίας: ακόμη κι αν οι χώρες καταφέρουν απλώς να επιβραδύνουν την πτώση, θα κερδίσουν χρόνο για να προετοιμαστούν καλύτερα για τις δημογραφικές αλλαγές που έρχονται. Και, όπως λένε οι ερευνητές, οι δείκτες γεννήσεων που παραμένουν χαμηλοί αλλά όχι υπερβολικά χαμηλοί, μπορεί να κρύβουν και ορισμένα πλεονεκτήματα.

«Δεν είναι ότι σταματήσαμε να κάνουμε παιδιά», λέει η Μπάρμπαρα Κατς Ρόθμαν, κοινωνιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. «Το ανθρώπινο είδος δεν πρόκειται να εξαφανιστεί».

Στα μέσα του 20ού αιώνα, ο παγκόσμιος δείκτης γονιμότητας (δηλαδή ο μέσος αριθμός παιδιών που αποκτά μια γυναίκα κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής της ζωής) ήταν πέντε. Πολλοί χαρακτήρισαν αυτή την πληθυσμιακή έκρηξη της εποχής ως «baby boom».

Ο οικολογος Πολ Έρλιχ και η βιολόγος διατήρησης Αν Έρλιχ το είδαν διαφορετικά. Στο βιβλίο τους «The Population Bomb» το 1968 προειδοποιούσαν ότι η υπερπληθυσμιακή έκρηξη θα οδηγούσε σε λιμούς και περιβαλλοντική καταστροφή. Δεν προέβλεψαν, όμως, τις τεχνολογικές εξελίξεις στη γεωργία και την υγεία που επέτρεψαν στον παγκόσμιο πληθυσμό να διπλασιαστεί και να φτάσει τα οκτώ δισεκατομμύρια μέσα σε κάτι παραπάνω από πέντε δεκαετίες.

Οι ερευνητές προσθέτουν ότι ένας μικρότερος πληθυσμός μπορεί να έχει και οφέλη: λιγότερη πίεση στο περιβάλλον και δυνατότητα για μεγαλύτερη επένδυση σε κάθε άτομο. Το κλειδί, όμως, είναι η σταθερή οικονομία. Χωρίς αυτήν, ο δημοσιονομικός στραγγαλισμός μπορεί να οδηγήσει σε περισσότερη περιβαλλοντική ζημιά, αδύναμα συστήματα στήριξης και υπονόμευση δικαιωμάτων. Ωστόσο, υπάρχει περιθώριο αισιοδοξίας. «Αν επενδύσετε στην υγεία και στην εκπαίδευση, που αυξάνουν την παραγωγικότητα, τότε ένας ελαφρώς μικρότερος πληθυσμός μπορεί στην πραγματικότητα να ενισχύσει το ΑΕΠ», σημειώνει ο Γκιτέλ-Μπάστεν.

«Ο σημερινός πληθυσμός δεν είναι κατ’ ανάγκη ο ιδανικός πληθυσμός. Η μείωση της γονιμότητας γίνεται καταστροφή μόνο αν δεν προσαρμοστούμε», καταλήγει.

Με πληροφορίες από το Nature

Τελευταία τροποποίηση στις 21/08/2025 - 03:00