Καθώς η πανδημία έφερε ξανά την Υγεία στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης, η ατζέντα φαίνεται να γυρίζει ξανά σε «δευτερεύον» επίπεδο. Παρότι η κυβέρνηση εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι το ΕΣΥ είναι ψηλά στις προτεραιότητές της, οι πολιτικές της επιλογές φαίνεται ότι είναι προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η υποστελέχωση, οι ανισότητες και οι νέες υγειονομικές απειλές δείχνουν ότι το ερώτημα για το μέλλον του ΕΣΥ δεν είναι απλώς τεχνικό, αλλά βαθιά πολιτικό.
Το ΕΣΥ στο σταυροδρόμι
Το Εθνικό Σύστημα Υγείας κουβαλά δεκαετίες υποστελέχωσης. Τα πρόσφατα στοιχεία είναι διαφωτιστικά. Γιατροί και νοσηλευτές εγκαταλείπουν το Δημόσιο, ενώ πολλές περιφερειακές δομές λειτουργούν στα όρια. Παράλληλα, η κυβέρνηση επιλέγει να ενισχύσει τη συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα -μια κατεύθυνση που η αντιπολίτευση καταγγέλλει ως «σιωπηρή ιδιωτικοποίηση». Το διακύβευμα είναι σαφές: θέλουμε ένα δημόσιο σύστημα καθολικής κάλυψης ή ένα μικτό μοντέλο με δύο ταχύτητες;
Η πρόληψη που λείπει
Κάθε φορά που ξεσπά μια κρίση -είτε πρόκειται για την πανδημία, είτε για τα πρόσφατα κρούσματα του ιού του Δυτικού Νείλου, είτε για τους καύσωνες- η Πολιτεία αντιδρά με μέτρα «τελευταίας στιγμής». Η απουσία μακροπρόθεσμης στρατηγικής πρόληψης αφήνει χώρο για επικοινωνιακή διαχείριση, αλλά όχι για ουσιαστική προστασία του πληθυσμού. Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, τα προγράμματα δημόσιας υγείας επενδύουν σε πρόληψη, ενημέρωση και έγκαιρη παρέμβαση. Ωστόσο, στην Ελλάδα αυτό παραμένει το αδύναμο σημείο.
Ανισότητες στην πρόσβαση
Η γεωγραφία καθορίζει ακόμη και σήμερα το δικαίωμα στην περίθαλψη. Ένας κάτοικος νησιού ή απομακρυσμένης περιοχής έχει εντελώς διαφορετικές δυνατότητες από κάποιον στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη. Η έλλειψη κινήτρων για γιατρούς στην περιφέρεια και οι ελλιπείς υποδομές δημιουργούν μια Ελλάδα δύο ταχυτήτων. Πολιτικά, αυτό αγγίζει την καρδιά της κοινωνικής δικαιοσύνης: όλοι έχουν δικαίωμα στην υγεία, ανεξάρτητα από τον τόπο διαμονής.
Ανισότητες όμως συναντά κανείς και στο οικονομικό πεδίο, ειδικά από τη στιγμή που οι ιδιωτικές δαπάνες υγείας στη χώρα μας είναι οι υψηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Ψυχική υγεία: το παραμελημένο στοίχημα
Η ψυχική υγεία βρίσκεται σε διαρκή άνοδο ως κοινωνική ανάγκη – ιδιαίτερα μετά την πανδημία, την ακρίβεια και τις νέες κοινωνικές πιέσεις. Κι όμως, οι δημόσιες δομές παραμένουν ελάχιστες, με μεγάλες λίστες αναμονής και ελάχιστο προσωπικό. Παρά τις διακηρύξεις, η ψυχική υγεία δεν αποτελεί κεντρική πολιτική προτεραιότητα. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα από το γεγονός ότι από τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης που δόθηκαν για την υγεία, μόλις το 2,3% προσφέρθηκαν για την ψυχική υγεία. Το ερώτημα είναι αν θα συνεχίσει να αντιμετωπίζεται ως περιθωριακό ζήτημα ή αν θα μπει στον πυρήνα του ΕΣΥ.
Υγεία και κλιματική αλλαγή
Καύσωνες, πλημμύρες, νέα παθογόνα: η κλιματική αλλαγή μετατρέπει το περιβάλλον σε ζήτημα υγείας. Η εμφάνιση ασθενειών που θεωρούνταν «εξωτικές» είναι ήδη πραγματικότητα στην Ευρώπη. Η υγεία λοιπόν δεν είναι αποκομμένη από την περιβαλλοντική πολιτική και η ετοιμότητα του κράτους να ανταποκριθεί σε αυτή τη νέα πραγματικότητα θα αποτελέσει κρίσιμο τεστ πολιτικής επάρκειας.
Η υγεία ως πολιτική ευθύνη
Η υγεία δεν είναι μόνο ζήτημα γιατρών και νοσοκομείων, είναι πεδίο πολιτικής ευθύνης. Από το αν το ΕΣΥ θα ενισχυθεί ή θα αποδυναμωθεί, μέχρι το αν η πρόληψη θα γίνει πραγματική προτεραιότητα, οι αποφάσεις που λαμβάνονται σήμερα θα καθορίσουν την καθημερινότητα εκατομμυρίων πολιτών. Το βασικό ερώτημα παραμένει ανοιχτό: θέλουμε ένα δημόσιο σύστημα υγείας ως πυλώνα κοινωνικής συνοχής ή αποδεχόμαστε την πορεία προς ένα μοντέλο ανισοτήτων;