Το δημογραφικό είναι ένα σημαντικό πρόβλημα για τη χώρα μας, το οποίο επηρεάζει πολλούς τομείς, μεταξύ αυτών και το ΕΣΥ. Άλλωστε και η κυβέρνηση έδειξε στην τελευταία ΔΕΘ να δίνει βάρος στο δημογραφικό, με μία σειρά μέτρων.
Από την άλλη το ΕΣΥ απειλείται σε δύο επίπεδα από τη γήρανση του πληθυσμού.
Το ιατρικό δυναμικό
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ (στοιχεία 2024), το μεγαλύτερο ποσοστό των γιατρών ανήκει στην ηλικιακή ομάδα 55-64 ετών (31,1%). Αναλυτικά:
- Μέχρι 35 ετών: 5.781 γιατροί (19,2%)
- 35-44 ετών: 3.733 γιατροί (12,4%)
- 45-54 ετών: 4.204 γιατροί (13,9%)
- 55-64 ετών: 9.375 γιατροί (31,1%)
- 65-74 ετών: 5.615 γιατροί (18,6%)
- 75+ ετών: 1.441 γιατροί (4,8%)
Το σύνολο των γιατρών που είναι πάνω από τα 55 έτη είναι 16.431 και αντιστοιχεί στο 54,5%! Δηλαδή, ήδη το ιατρικό προσωπικό είναι γερασμένο και με τους ρυθμούς που πηγαίνει το δημογραφικό, αυτή η εικόνα θα γίνει χειρότερη στο μέλλον.
Άλλωστε, την περίοδο της κρίσης έφυγαν από τη χώρα μας περίπου 20.000 γιατροί για να βρουν ένα καλύτερο μέλλον στο εξωτερικό. Η αιμορραγία των νέων επιστημόνων συνεχίζεται ακόμα και σήμερα (με ηπιότερους ρυθμούς) και τα αποτελέσματα της μεγάλης φυγής αποτυπώνονται σήμερα.
Ένα ιατρικό δυναμικό με μεγάλη ηλικία σημαίνει πως οι πολύωρες εφημερίες και οι απαιτήσεις της εργασίας (ειδικά στις συνθήκες του ελληνικού ΕΣΥ) θα είναι δύσκολες και επίπονες διαδικασίες.
Ο πληθυσμός
Η χώρα μας, επί του παρόντος, «μετράει» το 23% του πληθυσμού της σε ηλικίες άνω των 65 ετών και εντάσσεται στις πλέον γερασμένες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τις επόμενες δεκαετίες αυτή η τάση όχι μόνο δεν θα υποχωρήσει αλλά θα ενταθεί. Μέχρι το 2050, ο πληθυσμός των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, θα αποτελεί τουλάχιστον το ένα τρίτο του πληθυσμού (35%).
Καθώς οι ηλικιωμένοι κάνουν πολύ συχνότερη χρήση του συστήματος υγείας, οι νοσηλείες, οι φαρμακευτικές αγωγές, τα χειρουργεία και οι χρόνιες θεραπείες θα αυξάνονται διαρκώς. Αναμένεται σημαντική άνοδος στα περιστατικά που σχετίζονται με καρδιαγγειακά νοσήματα, καρκίνους, διαβήτη, άνοια και αναπνευστικά προβλήματα, οδηγώντας σε περισσότερες εισαγωγές και μακρύτερες νοσηλείες στα νοσοκομεία.
Παράλληλα, το μοντέλο του ΕΣΥ, το οποίο παραδοσιακά στηρίζεται στην οξεία και επείγουσα φροντίδα, θα πρέπει να στραφεί προς τη διαχείριση της χρόνιας νόσου. Αυτό σημαίνει ενίσχυση της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, ανάπτυξη υπηρεσιών κατ’ οίκον νοσηλείας, δημιουργία μονάδων αποκατάστασης και δομών γηριατρικής φροντίδας.
Τέλος, η οικονομική διάσταση είναι καθοριστική. Οι δαπάνες υγείας για φάρμακα, θεραπείες και χρόνιες νοσηλείες θα αυξηθούν θεαματικά. Το ΕΣΥ θα πρέπει να ισορροπήσει ανάμεσα στο κόστος, την ποιότητα και την προσβασιμότητα, ενώ αν δεν δοθεί προτεραιότητα στην πρόληψη και την πρωτοβάθμια φροντίδα, τα νοσοκομεία κινδυνεύουν να φρακάρουν.
Χωρίς ανανέωση προσωπικού, η χώρα κινδυνεύει να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα γηρασμένους ασθενείς και γηρασμένο ιατρικό σώμα. Αυτό καθιστά επιτακτική την ανάγκη για νέους γιατρούς και νοσηλευτές, την αντιμετώπιση του brain drain και την ανάπτυξη εξειδίκευσης στη γηριατρική και την πολυνοσηρότητα.