Τραγικά είναι τα στοιχεία που δημοσίευσε η Ένωση για την Υπεράσπιση της Εργασίας και του Κοινωνικού Κράτους (ΕΝΥΠΕΚΚ) αναφορικά με τις γεννήσεις στη χώρα μας, από το 2010 μέχρι και το 2024. Μάλιστα, το 2024 καταγράφηκαν οι λιγότερες γεννήσεις (69.675) στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας, ενώ την ίδια χρονιά οι θάνατοι ήταν σχεδόν οι διπλάσιοι (128.259)!
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την αποκαλυπτική έρευνα που διεξήγαγε η ΕΝΥΠΕΚΚ με τον πρόεδρό της Αλέξη Μητρόπουλο, με στοιχεία από το Υπουργείο Εσωτερικών (Ληξιαρχεία και ΕΛΣΤΑΤ), αναφορικά με την εξέλιξη του αριθμού των γεννήσεων και των θανάτων, την περίοδο 2010-2024 οι γεννήσεις ήταν λιγότερες κατά 505.857.
Στον παρακάτω πίνακα φαίνεται ότι το 2024 ο αριθμός των γεννήσεων έπεσε κάτω από το «ψυχολογικό» όριο των 70.000 με συνέπεια οι γεννήσεις να ανέρχονται σε 69.675 και οι θάνατοι σε 128.259.
Τα στοιχεία για τις γεννήσεις και θανάτους, ιδιαίτερα για την τριετία 2022-2024 καταδεικνύουν την παταγώδη αποτυχία των μέτρων που εξήγγειλε και υλοποίησε η σημερινή κυβέρνηση, τα οποία εξαρχής είχαν χαρακτηριστεί άτολμα και αναποτελεσματικά.
Οι βασικές αιτίες, σύμφωνα με την έρευνα που διεξήγαγε ο Αλέξης Μητρόπουλος με την Επιστημονική Ομάδα της ΕΝΥΠΕΚΚ, είναι οι υψηλοί φόροι, ο ΕΝΦΙΑ, η υπερφορολόγηση των μισθών και των συντάξεων, η κατάργηση των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων, η κατάργηση των Δώρων και της ισόβιας σύνταξης στην πολύτεκνη μητέρα, καθώς και τα αυστηρά εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια για τη χορήγηση των οικογενειακών επιδομάτων.
Στον παρακάτω πίνακα, φαίνεται ότι με την έναρξη εφαρμογής των αντικοινωνικών μνημονιακών μέτρων από το 2011 και μετά, οι θάνατοι υπερτερούν των γεννήσεων ενώ το 2010 ήταν η τελευταία χρονιά που οι γεννήσεις ήταν περισσότερες των θανάτων.
Η Ελλάδα αδειάζει
Τα συμπεράσματα της νέας μελέτης του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ) και του εργαστηρίου Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, φωτίζουν τη βαθιά διασύνδεση μεταξύ της υπογεννητικότητας και του συνολικού πλαισίου διαβίωσης, ιδίως για τις νεότερες γενιές.
Η έρευνα διαπιστώνει πως η μείωση των γεννήσεων στην Ελλάδα δεν οφείλεται μόνο στη χαμηλή συγχρονική γονιμότητα -που πλέον κυμαίνεται κάτω από 1,4 παιδιά ανά γυναίκα- αλλά και στη ραγδαία συρρίκνωση του πληθυσμού αναπαραγωγικής ηλικίας (15-49 ετών). Η κατάσταση επιδεινώνεται από τη συνεχιζόμενη φυγή νέων στο εξωτερικό, με τις διαθέσιμες προβολές να προειδοποιούν για περαιτέρω μείωση στο μέλλον.
Ωστόσο, όπως τονίζεται, το πρόβλημα δεν είναι μόνο αριθμητικό ή δημογραφικό. Η συρρίκνωση των γεννήσεων αντανακλά ένα πολύ ευρύτερο κοινωνικό φάσμα: την αδυναμία της χώρας να προσφέρει στους νέους ένα σταθερό και αξιοπρεπές πλαίσιο ζωής, που να καθιστά ελκυστική την απόφαση δημιουργίας οικογένειας.
Η μελέτη υπογραμμίζει τις ελλείψεις σε θεμελιώδεις τομείς της καθημερινότητας: στέγαση, εργασία, υγεία, παιδεία, κρατική μέριμνα για την οικογένεια και το παιδί. Ταυτόχρονα, επισημαίνεται ότι οι νέοι –ακόμη κι εκείνοι που εργάζονται– αδυνατούν να ανεξαρτητοποιηθούν, παραμένοντας στην οικογενειακή εστία λόγω της έκρηξης στις τιμές ενοικίων και ακινήτων. Οι συνθήκες εργασίας, ασταθείς και συχνά κακοπληρωμένες, συμπληρώνουν το παζλ μιας καθημερινότητας που δεν επιτρέπει ούτε τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, ούτε την απόκτηση παιδιών με αξιοπρέπεια.
Η εκτεταμένη επισφαλής εργασία, ειδικά στους νέους και τις γυναίκες, αλλά και η απουσία σοβαρών θεσμικών εγγυήσεων για την ανατροφή των παιδιών, καθιστούν τις αποσπασματικές επιδοματικές πολιτικές -όπως το εφάπαξ επίδομα γέννησης- αναποτελεσματικές. Δεν αρκεί ένα bonus στη γέννηση, σημειώνει το ΙΔΕΜ, για να πειστούν οι νέοι να γίνουν γονείς: αυτό που λείπει είναι η βεβαιότητα ότι το κράτος θα σταθεί δίπλα τους μακροπρόθεσμα.