Ανησυχητικά είναι κάποια από τα ευρήματα που έδωσε ο Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ) σε έκθεση με στοιχεία για τον HIV, που αφορούν το 2024.
Συγκεκριμένα, πάνω από τους μισούς ανθρώπους που διαγνώστηκαν με HIV το συγκεκριμένο έτος, διαγνώστηκαν καθυστερημένα, καθώς το 53,7% των περιστατικών καταγράφηκε σε στάδιο όπου το άτομο είχε ήδη παρουσιάσει έντονη επιδείνωση του ανοσοποιητικού του συστήματος ή και σχετιζόμενες επιπλοκές, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την υγεία και τη δημόσια ασφάλεια.
Τα υψηλότερα ποσοστά καθυστερημένης διάγνωσης σημειώνονται σε ομάδες που παραδοσιακά δεν θεωρούνται «υψηλού κινδύνου» ή που παρουσιάζουν κοινωνικά και διαγνωστικά εμπόδια:
- Ετεροφυλόφιλα άτομα: 61,4%
- Χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών: 60%
- Άτομα ηλικίας 50 ετών και άνω: 64,4%
Αντιθέτως, τα χαμηλότερα ποσοστά παρατηρούνται στους:
- Άνδρες που έχουν σεξουαλικές επαφές με άνδρες (ΑΣΑΜ): 42,2%
- Άτομα ηλικίας 25-29 ετών: 42,1%
Στα στοιχεία του ΕΟΔΥ έρχονται να προστεθούν και δεδομένα διεθνών Οργανισμών:
- Σύμφωνα με στοιχεία του ECDC, στην Ελλάδα ο μέσος χρόνος από μόλυνση έως διάγνωση είναι περίπου 2,9 χρόνια, δηλαδή ένας από τους μεγαλύτερους χρόνους ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ.
- Η μελέτη MORFEAS (2019–2021) εντόπισε σημαντικά ελλείμματα στα προγράμματα HIV testing: προτείνει επέκταση ελέγχων «opt‑out», μειωμένο στίγμα και χρήση δεικτών (indicator‑condition guided testing) για έγκαιρη διάγνωση
Ανισότητες στο ΕΣΥ
Την ίδια ώρα, στο ΕΣΥ υπάρχουν ανισότητες στην πρόσβαση, την ποιότητα φροντίδας και την ενημέρωση, επηρεάζοντας δυσανάλογα τις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.
Γεωγραφικές ανισότητες: Η συγκέντρωση των εξειδικευμένων Μονάδων Λοιμώξεων (ΜΕΛ) σε μεγάλα αστικά κέντρα, όπως η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη, σημαίνει ότι:
- Άτομα που ζουν σε αγροτικές περιοχές ή νησιά συχνά χρειάζεται να ταξιδεύουν εκατοντάδες χιλιόμετρα για παρακολούθηση ή θεραπεία.
- Η έλλειψη τακτικής και τοπικής πρόσβασης σε υπηρεσίες HIV testing καθυστερεί τη διάγνωση και αυξάνει την πιθανότητα μετάδοσης.
Κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες:
- Άτομα χωρίς ΑΜΚΑ, όπως μετανάστες ή αιτούντες άσυλο, αντιμετωπίζουν εμπόδια στην πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, παρά τις προβλέψεις της νομοθεσίας.
- Οικονομικά αδύναμοι ασθενείς ενδέχεται να αδυνατούν να καλύψουν το κόστος μετακίνησης, εξετάσεων ή να περιμένουν μήνες για ραντεβού σε δημόσιες δομές.
- Ασφαλιστικοί αποκλεισμοί ή δυσλειτουργίες στη συνταγογράφηση μπορεί να οδηγήσουν σε διακοπές στη θεραπεία.
Ανισότητες στη φροντίδα και τη συμπεριφορά προσωπικού:
- Πολλοί ασθενείς αναφέρουν αρνητικές ή στιγματιστικές συμπεριφορές από επαγγελματίες υγείας, ιδίως σε επαρχιακά νοσοκομεία ή μονάδες χωρίς ειδίκευση στον HIV.
- Η έλλειψη κατάλληλης εκπαίδευσης οδηγεί συχνά σε λανθασμένες πρακτικές ή φόβο του προσωπικού, ακόμα και για απλές ιατρικές πράξεις.
Τα οφέλη της έγκαιρης διάγνωσης
Η έγκαιρη διάγνωση του HIV αποτελεί έναν από τους πιο κρίσιμους παράγοντες για τη διατήρηση της υγείας του ατόμου και τον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού στον γενικό πληθυσμό. Όταν η διάγνωση γίνεται στα αρχικά στάδια της λοίμωξης:
- Δίνεται η δυνατότητα άμεσης έναρξης αντιρετροϊκής θεραπείας, η οποία μπορεί να μειώσει το ιικό φορτίο σε μη ανιχνεύσιμα επίπεδα.
- Βελτιώνονται σημαντικά οι μακροπρόθεσμες προοπτικές υγείας, αποφεύγοντας την εμφάνιση AIDS και σχετιζόμενων επιπλοκών.
- Προλαμβάνεται η μετάδοση του ιού σε άλλους, καθώς άτομα με μη ανιχνεύσιμο ιικό φορτίο δεν μπορούν να μεταδώσουν τον HIV μέσω σεξουαλικής επαφής (U=U: Undetectable = Untransmittable).
- Μειώνονται οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις για το άτομο, το σύστημα υγείας και την κοινωνία γενικότερα.
Η διάγνωση σε προχωρημένο στάδιο, αντίθετα, συνδέεται με αυξημένη νοσηρότητα, υψηλότερα κόστη θεραπείας και μεγαλύτερο κίνδυνο μετάδοσης.