ΔΕΠΥ στα παιδιά: Τι κρύβεται πίσω από τις αυξημένες διαγνώσεις

ΔΕΠΥ στα παιδιά: Τι κρύβεται πίσω από τις αυξημένες διαγνώσεις
Freepik
Παρασκευή, 28/11/2025 - 06:00

Για ποιο λόγο έχουν αυξηθεί οι διαγνώσεις με ΔΕΠΥ - Η ανάλυση του Nature.

Η ΔΕΠΥ (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας) είναι μια νευροαναπτυξιακή διαταραχή που επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο ένα άτομο συγκεντρώνεται, οργανώνει τη σκέψη του, ρυθμίζει τη συμπεριφορά του και ελέγχει τις παρορμήσεις του.

Δεν πρόκειται για πρόβλημα νοημοσύνης ή θέλησης, αλλά για διαφορετικό τρόπο λειτουργίας του εγκεφάλου, που συνδέεται με τη ρύθμιση της προσοχής, της κινητικής δραστηριότητας και της παρορμητικότητας.

Η ΔΕΠΥ εκδηλώνεται μέσα από τρεις βασικούς άξονες:

  • Απροσεξία: δυσκολία συγκέντρωσης, οργάνωσης, ολοκλήρωσης καθηκόντων ή διαχείρισης χρόνου.
  • Υπερκινητικότητα: υπερβολική κινητικότητα ή αίσθημα ανησυχίας και ανυπομονησίας.
  • Παρορμητικότητα: βιαστικές αντιδράσεις χωρίς σκέψη, δυσκολία αναμονής ή έλεγχου συμπεριφοράς.

Σε πολλές περιοχές του κόσμου, ο αριθμός των ανθρώπων που διαγιγνώσκονται με ΔΕΠΥ βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, κυβερνητικοί ερευνητές ανέφεραν πέρυσι ότι πάνω από το 11% των παιδιών είχαν λάβει κάποια στιγμή στη ζωή τους διάγνωση ΔΕΠΥ, ποσοστό σημαντικά αυξημένο σε σχέση με το 2003, όταν ήταν περίπου 8%. Αν και για την Ελλάδα δεν υπάρχουν πολλά δεδομένα, έρευνα του 2010 ανέφερε ότι το 6% περίπου των παιδιών ηλικίας Δημοτικού που μελετήθηκαν πληρούσαν τα διαγνωστικά κριτήρια για ΔΕΠΥ.

ΔΕΠΥ: Διαταραχή ή υπερδύναμη;

Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση του Nature, διάφοροι παράγοντες (όπως η καλύτερη ανίχνευση και η αυξημένη ενημέρωση) έχουν οδηγήσει περισσότερους ανθρώπους με συμπτώματα να αναζητούν βοήθεια και να λαμβάνουν διάγνωση, κάτι που στο παρελθόν θα ήταν λιγότερο πιθανό. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις γυναίκες και τα κορίτσια, των οποίων τα συμπτώματα συχνά περνούσαν απαρατήρητα.

Παράλληλα, η αυξημένη ευαισθητοποίηση και οι περισσότερες διαγνώσεις έχουν προκαλέσει δημόσια συζήτηση για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζεται η ΔΕΠΥ και ποια είναι η καταλληλότερη μορφή υποστήριξης, ειδικά όσον αφορά τη χρήση φαρμάκων. Το κίνημα της νευροδιαφορετικότητας αμφισβητεί την αντίληψη ότι η ΔΕΠΥ είναι μια διαταραχή που χρειάζεται «θεραπεία» και υποστηρίζει ότι πρόκειται για μια διαφορετικότητα που πρέπει να κατανοηθεί και να υποστηριχθεί με μεγαλύτερη έμφαση, για παράδειγμα, στην προσαρμογή των σχολείων και των χώρων εργασίας.

«Έχω μεγάλο πρόβλημα με τον όρο 'διαταραχή'», ανέφερε ο Τζεφ Καρπ, βιοϊατρικός μηχανικός στο Νοσοκομείο Brigham and Women’s της Βοστώνης, ο οποίος έχει ΔΕΠΥ. «Αποδιοργανωμένο είναι το σχολικό σύστημα, όχι τα παιδιά».

Πολλοί γιατροί και άτομα με ΔΕΠΥ επισημαίνουν ότι η κατάσταση συνδέεται με πραγματικές δυσκολίες (από μαθησιακά προβλήματα μέχρι αυξημένο κίνδυνο τραυματισμών και κατάχρησης ουσιών) και υπογραμμίζουν ότι η φαρμακευτική αγωγή αποτελεί βασικό και αποτελεσματικό κομμάτι της θεραπείας.

«Ακούω συχνά να λένε ότι η ΔΕΠΥ είναι χάρισμα ή υπερδύναμη, και το εκτιμώ αυτό», ανέφερε η Τζέρεμι Ντιντιέ, κλινικός ειδικός στη ΔΕΠΥ και πρόεδρος του μη κερδοσκοπικού οργανισμού Children and Adults with Attention Deficit–Hyperactivity Disorder με έδρα το Μέριλαντ, η οποία έχει και η ίδια ΔΕΠΥ. «Αλλά δεν πρέπει να υποτιμάται ο αντίκτυπος που μπορεί να έχει στη ζωή ενός ανθρώπου όταν παραμένει αδιάγνωστη ή δεν αντιμετωπίζεται σωστά».

Η ίδια και άλλοι ειδικοί θεωρούν ότι και τα δύο μοντέλα (της νευροδιαφορετικότητας και το ιατρικό) έχουν αξία. «Το να συνδυαστούν με ουσιαστικό και παραγωγικό τρόπο ίσως είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για τον χώρο», ανέφερε ο Σβεν Μπέλτε, ειδικός στην παιδοψυχιατρική στο Ινστιτούτο Καρολίνσκα της Στοκχόλμης.

Για ποιο λόγο αυξάνονται οι διαγνώσεις

Πολλές έρευνες δείχνουν ότι οι διαγνώσεις ΔΕΠΥ έχουν αυξηθεί εντυπωσιακά τις τελευταίες δεκαετίες σε ανεπτυγμένες χώρες, κάτι που έρχεται σε αντιστοιχία με την αύξηση των διαγνώσεων αυτισμού. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, ο αριθμός των νέων διαγνώσεων διπλασιάστηκε στα αγόρια και τετραπλασιάστηκε στα κορίτσια την περίοδο 2000–2018. Στους ενήλικες, η αύξηση ήταν ακόμη μεγαλύτερη.

Η άνοδος αυτή δεν φαίνεται να οφείλεται σε αύξηση των ίδιων των συμπτωμάτων. Οι διεθνείς μελέτες δείχνουν ότι η «πραγματική» επικράτηση της ΔΕΠΥ παραμένει σχεδόν σταθερή: γύρω στο 5,4% στα παιδιά και στο 2,6% στους ενήλικες.

Η απόκλιση με τα υψηλά ποσοστά που αναφέρονται στις ΗΠΑ (περίπου 11% στα παιδιά) οφείλεται κυρίως στον τρόπο που γίνονται οι έρευνες. Όπως εξήγησε ο ψυχίατρος Λουίς Ρόντε από το Ομοσπονδιακό Πανεπιστήμιο του Ρίο Γκράντε ντο Σουλ στη Βραζιλία, οι έρευνες βασίζονται σε ερωτήσεις προς τους γονείς, κάτι που συχνά οδηγεί σε υπερεκτίμηση. Κάποιοι γονείς μπορεί να παρερμηνεύσουν ή να θυμηθούν λάθος μια προηγούμενη εκτίμηση, ενώ άλλα παιδιά μπορεί να είχαν διάγνωση στο παρελθόν αλλά πλέον να μην πληρούν τα κριτήρια.

Επιπλέον, οι αλλαγές στα διαγνωστικά κριτήρια έχουν παίξει σημαντικό ρόλο. Το 1994, για τη διάγνωση απαιτούνταν τουλάχιστον 6 από 9 συμπτώματα απροσεξίας ή υπερκινητικότητας που έπρεπε να έχουν εμφανιστεί πριν από την ηλικία των 7 ετών. Με την πέμπτη έκδοση του DSM το 2013, το ηλικιακό όριο αυξήθηκε στα 12 χρόνια και για τους ενήλικες αρκούσαν 5 συμπτώματα. Αυτές οι αλλαγές, σύμφωνα με τον Ρόντε, αύξησαν αναμενόμενα τα ποσοστά διάγνωσης.

Παράλληλα, οι γιατροί είναι πλέον πιο πρόθυμοι να θέτουν διάγνωση ΔΕΠΥ όταν συνυπάρχουν άλλες παθήσεις, όπως αυτισμός, άγχος ή κατάθλιψη, κάτι που επίσης συμβάλλει στα αυξημένα ποσοστά.

Το κριτήριο της λειτουργικής έκπτωσης

Σήμερα, η διάγνωση της ΔΕΠΥ βασίζεται σε μια ολοκληρωμένη αξιολόγηση που περιλαμβάνει αναλυτικό ιστορικό και ειδικά ερωτηματολόγια συμπεριφοράς, με τη συμμετοχή μελών της οικογένειας και, στην περίπτωση των παιδιών, των εκπαιδευτικών.

Το DSM-V ορίζει 3 βασικούς τύπους εκδήλωσης: τον απρόσεκτο, τον υπερκινητικό–παρορμητικό και το συνδυαστικό. Για να τεθεί η διάγνωση, τα συμπτώματα πρέπει να διαρκούν τουλάχιστον 6 μήνες, να εμφανίζονται σε περισσότερα από ένα περιβάλλοντα (σπίτι, σχολείο, εργασία), να μην εξηγούνται από άλλη πάθηση και να προκαλούν λειτουργική έκπτωση, δηλαδή να δυσκολεύουν τη ζωή του ατόμου.

«Το ιατρικό σκέλος της ΔΕΠΥ ξεκινά όταν η ζωή κάποιου αρχίζει να εκτροχιάζεται», ανέφερε η ψυχίατρος Μάργκαρετ Σίμπλι από το Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον στο Σιάτλ.

Ο Σβεν Μπέλτε σημείωσε ότι οι γιατροί σήμερα ερμηνεύουν τα κριτήρια πιο ανοιχτά και ευέλικτα, γεγονός που συμβάλλει επιπλέον στην αύξηση των διαγνώσεων. Ωστόσο, το πότε κάποιος περνά το όριο της λειτουργικής έκπτωσης παραμένει μια υποκειμενική και δύσκολη εκτίμηση.

Όπως ανέφερε ο Μαξ Γουίζνιτσερ, σχεδόν πάντα όταν διαγιγνώσκει ένα παιδί, ένας από τους γονείς έχει επίσης ΔΕΠΥ. Η κληρονομικότητα της πάθησης φτάνει το 70–80%, κάτι που σημαίνει ότι πολλοί ενήλικες ζουν με τα συμπτώματα χωρίς να το γνωρίζουν.

Η ΔΕΠΥ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης

Η αυξημένη ενημέρωση γύρω από τη ΔΕΠΥ, ιδιαίτερα μέσω του TikTok, έχει οδηγήσει περισσότερους ανθρώπους να αναζητούν διάγνωση. «Οι πληροφορίες στο διαδίκτυο βοηθούν ανθρώπους που είχαν αυτά τα συμπτώματα για χρόνια αλλά δεν καταλάβαιναν τι συμβαίνει», ανέφερε η Σίμπλι.

Ωστόσο, η ευκολία πρόσβασης έχει και αρνητικές πλευρές. Στις ΗΠΑ υπάρχουν ανησυχίες για διαγνώσεις χωρίς επαρκή αξιολόγηση, ακόμη και μέσω διαδικτυακών υπηρεσιών. «Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η επίσκεψη διαρκεί 15 ή 20 λεπτά και η διάγνωση γίνεται αμέσως», δήλωσε ο Στίβεν Χίνσο από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας.

Από την άλλη, η Ντιντιέ υπογράμμισε ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι οι άνθρωποι που παραμένουν αδιάγνωστοι ή χωρίς θεραπεία, ειδικά σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, όπου η υποδιάγνωση, το στίγμα και η ανεπαρκής φροντίδα παραμένουν έντονα.

Οι ειδικοί παρατηρούν επίσης μεγάλη αύξηση των διαγνώσεων σε γυναίκες και κορίτσια, καθώς τα συμπτώματά τους συχνά εκδηλώνονται με απροσεξία και όχι με υπερκινητικότητα, γεγονός που δυσκολεύει τον εντοπισμό τους. «Είναι απαράδεκτο το πόσο λίγη έρευνα υπάρχει για την πορεία της ΔΕΠΥ στις γυναίκες», σημείωσε η Σίμπλι.

Κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι και οι ίδιοι οι ρυθμοί της σύγχρονης ζωής παίζουν ρόλο. Το σχολείο, η εργασία και η τεχνολογία έχουν γίνει τόσο απαιτητικά, που ωθούν περισσότερους ανθρώπους πέρα από τα όρια προσαρμογής τους. Μια σουηδική μελέτη έδειξε ότι οι γονείς σήμερα θεωρούν τα παιδιά τους πιο επιβαρυμένα, παρότι τα συμπτώματα παραμένουν στα ίδια επίπεδα. «Το περιβάλλον του παιδιού είναι καθοριστικός παράγοντας», τόνισε ο Σαμουέλε Κορτέζε.

Πώς η ΔΕΠΥ μεταβάλλεται με το χρόνο

Ο Τζεφ Καρπ θεωρεί ότι η ΔΕΠΥ εξαρτάται από το περιβάλλον. «Σε ένα σχολείο όπου τα παιδιά πρέπει να κάθονται ακίνητα και ήσυχα, τα χαρακτηριστικά αυτά φαίνονται προβληματικά», είπε. «Αλλά σε ένα υποστηρικτικό περιβάλλον, μπορούν να αξιοποιήσουν τα δυνατά τους σημεία».

Η Σίμπλι και η ομάδα της διαπίστωσαν ότι τα συμπτώματα της ΔΕΠΥ δεν είναι σταθερά αλλά μεταβάλλονται με τον χρόνο. Σε μελέτη 16 ετών, το 64% των ατόμων εμφάνισε περιόδους ύφεσης και επανεμφάνισης των συμπτωμάτων. Σύμφωνα με τη Σίμπλι, οι άνθρωποι με ΔΕΠΥ λειτουργούν καλύτερα όταν έχουν έναν βαθμό δραστηριότητας και ευθύνης· όταν οι απαιτήσεις είναι υπερβολικά λίγες ή υπερβολικές, η λειτουργικότητα μειώνεται.

Αυτά τα ευρήματα έχουν οδηγήσει σε νέες συζητήσεις για τη θεραπεία. Οι οδηγίες του βρετανικού NICE και της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδιατρικής προτείνουν συνδυασμό φαρμάκων και θεραπείας συμπεριφοράς, ανάλογα με την ηλικία και τις ανάγκες του παιδιού. Μελέτες δείχνουν ότι η φαρμακευτική αγωγή μπορεί να είναι αποτελεσματική για πολλούς, ενώ οι συμπεριφορικές παρεμβάσεις βοηθούν στη διαχείριση της καθημερινότητας.

Οι παρενέργειες και τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα των φαρμάκων

Η χρήση διεγερτικών φαρμάκων έχει συνδεθεί με μικρή μείωση στο ύψος και το βάρος των παιδιών, όμως μελέτες δείχνουν ότι η ΔΕΠΥ από μόνη της μπορεί να σχετίζεται με αυτά τα χαρακτηριστικά. «Πρέπει πάντα να συζητάμε τα οφέλη και τους κινδύνους με τους ασθενείς», ανέφερε ο Εντουάρντο Οστινέλι από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Μεγάλη σουηδική μελέτη έδειξε ότι η φαρμακευτική αγωγή συνδέεται με χαμηλότερα ποσοστά αυτοκτονικής συμπεριφοράς, κατάχρησης ουσιών, τροχαίων ατυχημάτων και ποινικών καταδικών. «Τα διεγερτικά είναι ίσως τα πιο αποτελεσματικά φάρμακα που έχουμε συνολικά στον χώρο της ψυχικής υγείας», δήλωσε ο Μπέλτε.

Παρόλα αυτά, οι ειδικοί τονίζουν ότι η αντιμετώπιση της ΔΕΠΥ πρέπει να είναι εξατομικευμένη και να περιλαμβάνει διαφορετικές επιλογές.

Πρόσβαση, παραπληροφόρηση και το μέλλον της έρευνας

Η Τζέρεμι Ντιντιέ τόνισε ότι δύο από τα μεγαλύτερα προβλήματα είναι η περιορισμένη πρόσβαση στη διάγνωση και η παραπληροφόρηση. Μια μελέτη του 2022 έδειξε ότι πάνω από το μισό περιεχόμενο για τη ΔΕΠΥ στο TikTok είναι ανακριβές. «Οι άνθρωποι βομβαρδίζονται με μύθους», είπε.

Οι ερευνητές προσπαθούν να κατανοήσουν καλύτερα πώς λειτουργεί ο εγκέφαλος στα άτομα με ΔΕΠΥ και να εντοπίσουν βιολογικούς δείκτες που θα μπορούσαν να βελτιώσουν τη διάγνωση. Όπως σημείωσε η Σίμπλι, η εμπειρία των ανθρώπων που ζουν με τη ΔΕΠΥ δεν έχει αξιοποιηθεί ακόμη επαρκώς, παρότι θα μπορούσε να προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες.

Παρ’ όλη την πρόοδο, η ΔΕΠΥ εξακολουθεί να υποτιμάται. «Η ιατρική κοινότητα συχνά τη θεωρεί λιγότερο σοβαρή από άλλες χρόνιες παθήσεις, όπως η κατάθλιψη», ανέφερε η Σίμπλι.

Τελευταία τροποποίηση στις 28/11/2025 - 02:39