Η Ευρωπαϊκή Εβδομάδα κατά του Καρκίνου εορτάζεται κάθε χρόνο από τις 25 έως τις 31 Μαΐου, με στόχο να αυξήσει την ενημέρωση του κοινού για τους παράγοντες κινδύνου και τα ύποπτα συμπτώματα, να προωθήσει την σημασία της πρόληψης και της έγκαιρης διάγνωσης, και να υποστηρίξει καλύτερα τους πάσχοντες από τη νόσο. Η Ευρωπαϊκή Εβδομάδα κατά του Καρκίνου ολοκληρώνεται στις 31 Μαΐου, ώστε να συμπίπτει χρονικά με την Παγκόσμια Ημέρα κατά του Καπνίσματος. Η επιλογή αυτή δεν είναι τυχαία.
Το κάπνισμα προκαλεί το 20% όλων των καρκίνων και το σχεδόν 30% των θανάτων από καρκίνο. Αν και πιο γνωστή είναι η αιτιολογική συσχέτισή του με τον καρκίνο του πνεύμονα, όπου προκαλεί το 80% των κρουσμάτων και των θανάτων, εμπλέκεται και σε πολλές άλλες μορφές της νόσου.
Μία από αυτές τις μορφές είναι ο πέμπτος συχνότερος καρκίνος στην Ευρώπη και στην Ελλάδα. Πρόκειται για τον καρκίνο της ουροδόχου κύστεως, ο οποίος προσβάλλει κάθε χρόνο 120.000 ανθρώπους στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται περισσότεροι από 5.100 άνδρες και γυναίκες στη χώρα μας.
«Παρά την αυξημένη συχνότητά του, ο καρκίνος της ουροδόχου κύστεως συχνά παραβλέπεται από το κοινό. Η ενημέρωση για τα συμπτώματα και τους παράγοντες κινδύνου του είναι χαμηλή, με συνέπεια καθυστερήσεις στη διάγνωση και τη θεραπεία. Ενώ στα πρώιμα στάδια ο καρκίνος αυτός είναι ιάσιμος, πιο προχωρημένα στάδια χαρακτηρίζονται από υψηλά ποσοστά υποτροπής μετά τις εφαρμοζόμενες θεραπείες, απαιτούν πολύπλοκη αντιμετώπιση και φροντίδα και επηρεάζουν την ποιότητα ζωής.
Τα δεδομένα αυτά καθιστούν την ανάγκη για δράση προς την κατεύθυνση της ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης πιο επείγουσα παρά ποτέ. Πόσο μάλλον τώρα που πλέον διαθέτουμε καινοτόμες θεραπείες, οι οποίες μπορεί να βοηθήσουν σημαντικά τους ασθενείς», αναφέρει ο Καθηγητής Παθολογίας-Ογκολογίας ΕΚΠΑ Αριστοτέλης Μπάμιας, πρόεδρος της Ελληνικής Ερευνητικής Ομάδας ΟυροΓεννητικού Καρκίνου (ΕΕΟΟΓΕΚ) και αντιπρόεδρος της Εταιρείας Ογκολόγων-Παθολόγων Ελλάδος (ΕΟΠΕ).
Το κάπνισμα αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη καρκίνου της ουροδόχου κύστεως. Οι καπνιστές διατρέχουν 2-4 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο από τους μη καπνιστές να τον αναπτύξουν. Επιπλέον, ιστορικό καπνίσματος έχουν οι μισοί άνδρες ασθενείς και τουλάχιστον η μία στις τρείς γυναίκες που πάσχουν από αυτόν.
Η χώρα μας, που επί δεκαετίες είχε αρνητική πρωτιά στην ΕΕ σε ποσοστό καπνιστών, είναι και η πρώτη στην ΕΕ σε αριθμό κρουσμάτων αναλογικά με τον πληθυσμό της. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Παρατηρητηρίου Καρκίνου (Global Cancer Observatory) του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, ο καρκίνος της κύστης είναι ο 4ος συχνότερος καρκίνος στους άνδρες στην Ελλάδα. Ετησίως διαγιγνώσκονται πάνω από 4.200 περιστατικά (πρώτος είναι ο καρκίνος του προστάτη με 7.000 περιστατικά).
Στις γυναίκες της χώρας μας καταγράφονται περίπου 900 περιστατικά ετησίως. Επιπλέον, και στα δύο φύλα καταγράφονται κάθε χρόνο και 1.500 θάνατοι από τη νόσο.
Πώς μπορεί, όμως, το κάπνισμα να οδηγεί στον καρκίνο της κύστης; Η απάντηση κρύβεται στον τρόπο με τον οποίο απεκκρίνει ο ανθρώπινος οργανισμός τις τοξίνες, απαντά ο κ. Μπάμιας. «Το ουροποιητικό σύστημα έχει ως κύρια λειτουργία την διήθηση (φιλτράρισμα) του αίματος και την παραγωγή των ούρων, τα οποία περιέχουν άχρηστα υποπροϊόντα του μεταβολισμού και τοξίνες.
Τα ούρα παράγονται στους νεφρούς και εν συνεχεία αποβάλλονται από το αποχετευτικό τμήμα του ουροποιητικού που συμπεριλαμβάνει την ουροδόχο κύστη. Ωστόσο τα ούρα συσσωρεύονται στην κύστη έως ότου αναπτυχθεί η ανάγκη κένωσής της. Η συνέπεια είναι να εκτίθεται η εσωτερική επιφάνειά της (ο βλεννογόνος) στις τοξίνες των τσιγάρων επί πολλές ώρες καθημερινά», εξηγεί.
Η έκθεση αυτή οδηγεί συχνά στον καρκίνο. Μελέτες έχουν δείξει ότι το κάπνισμα ευθύνεται για το 50% έως 65% των περιστατικών καρκίνου της ουροδόχου κύστης. Για τη χώρα μας, αυτό αναλογεί σε 2.550 έως 3.300 περιστατικά από τα συνολικά 5.100 κάθε χρόνο. Ακόμα όμως και αν διακόψει ένας καπνιστής το κάπνισμα, θα κινδυνεύει για πολλά χρόνια να εκδηλώσει τη νόσο. Έχει βρεθεί ότι οι πρώην καπνιστές έχουν διπλάσιο κίνδυνο καρκίνου της ουροδόχου κύστης σε σύγκριση με τα άτομα που δεν κάπνισαν ποτέ.
Τα καλά νέα είναι ότι ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης έχει υψηλό ποσοστό ίασης, όταν γίνεται αντιληπτός νωρίς. Όταν, π.χ., εντοπίζεται στο πιο αρχικό στάδιο (επιφανειακό καρκίνωμα in situ ή όγκος που δεν φθάνει στον μυϊκό χιτώνα του οργάνου), το 90% των ασθενών ξεπερνούν το ορόσημο των 5 ετών από τη διάγνωση. Όταν ο καρκίνος εισδύει στο τοίχωμα της κύστης το ποσοστό αυτό είναι 50%-70%, ενώ όταν είναι πιο προχωρημένος η πρόγνωση είναι λιγότερο ευνοϊκή.
Είναι, επομένως, πολύ σημαντικό να συμβουλεύονται αμέσως τον γιατρό τους όσοι παρουσιάζουν ύποπτα συμπτώματα. Τα πρώιμα συμπτώματα φαίνονται στα ούρα. Έστω και λίγο αίμα να δει κάποιος στα ούρα του ή μια μικρή κοκκινωπή αλλαγή στο χρώμα τους πρέπει αμέσως να μιλήσει με τον ουρολόγο ιατρό. Το πιθανότερο είναι πως δεν πρόκειται για καρκίνο, γιατί είναι πολλές οι καταστάσεις που προκαλούν αιματουρία, διευκρινίζει ο καθηγητής.
Δεν πρέπει όμως να το διακινδυνεύσει. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο (αλλά όχι μόνο) σε όσους έχουν ηλικία άνω των 50-55 ετών, αφού τα εννέα στα δέκα περιστατικά είναι μεσήλικες και ηλικιωμένοι. Όταν ο καρκίνος της κύστεως διαγνωσθεί σε αρχικό στάδιο, μπορεί να αφαιρεθεί με διουρηθρική εκτομή. Εάν είναι πιο προχωρημένος, μπορεί να χρειασθεί αφαίρεση της κύστεως ή/και ακτινοβολία. Μπορεί επίσης να χρειασθεί συστηματική θεραπεία, με χημειοθεραπεία, ανοσοθεραπεία ή/και στοχευμένες θεραπείες.
Παρά τη μεγάλη πρόοδο στις θεραπείες, όμως, τα πιο προχωρημένα στάδια συχνά επηρεάζουν την ποιότητα ζωής, ενώ παραμένει υψηλός ο κίνδυνος να επανεμφανισθεί η νόσος. Τα ποσοστά υποτροπών κυμαίνονται από 50% έως 80% των περιπτώσεων, όταν ο καρκίνος έχει φθάσει στον μυϊκό χιτώνα του τοιχώματος της κύστης. Ωστόσο η υποτροπή δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι θα γίνει επικίνδυνος για τη ζωή, αρκεί να γίνει αντιληπτός εγκαίρως. Γι' αυτό έχει μεγάλη σημασία η τακτική παρακολούθηση μετά την αρχική θεραπεία.
Ο κίνδυνος υποτροπής είναι μεγαλύτερος στους καπνιστές, ειδικά όταν συνεχίζουν το κάπνισμα μετά τη διάγνωση της νόσου, διότι μειώνει την αποτελεσματικότητα των θεραπειών. Επομένως καθιστά πιθανότερη την υποτροπή και τον κίνδυνο θανάτου από τη νόσο. Εξίσου σημαντικό, τέλος, είναι να μην εκτίθενται οι ασθενείς στον καπνό των τσιγάρων άλλων ατόμων (παθητικό κάπνισμα).