Για ακόμα μία φορά, η κυβέρνηση φαίνεται πως επιλέγει την οδό της εργασιακής εξόντωσης και όχι της μόνιμης λύσης, αναφορικά με τις εφημερίες στα νοσοκομεία του Εθνικού Συστήματος Υγείας.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΚΥΑ) που έχουν εκδόσει τα υπουργεία Οικονομικών και Υγείας, οι πρόσθετες εφημερίες του τελευταίου τριμήνου του 2025 ανεβαίνουν από το 9 στο 15%, ενώ από την πρώτη ημέρα του νέου έτους θα επιστρέψουν στη βάση τους.
Με λίγα λόγια, για να δικαιολογήσουν το γεγονός ότι το ΕΣΥ δεν έχει επαρκές προσωπικό, η κυβέρνηση δίνει τη δυνατότητα στις διοικήσεις των νοσοκομείων να «ξεζουμίζουν» τους υγειονομικούς, οι οποίοι όμως ήδη εργάζονται σε συνθήκες burn out και υπερεξάντλησης.
Ο τραγέλαφος όμως δεν τελειώνει εδώ. Η αιτιολογία που επικαλείται η ΚΥΑ είναι η «εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας σε 24ωρη βάση των νοσηλευτικών ιδρυμάτων και των μονάδων Π.Φ.Υ. του Ε.Σ.Υ. καθώς και της κάλυψης των έκτακτων αναγκών προστασίας της δημόσιας υγείας, που έχουν προκύψει ως επίπτωση της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19».
Δηλαδή, η κυβέρνηση ανακαλεί την πανδημία του κορωνοϊού, η οποία έχει λήξει και τα νοσοκομεία έχουν σταματήσει εδώ και χρόνια να λειτουργούν με βάση αυτή τη συνθήκη, για να καλύψει τα κενά που η ίδια δεν έχει φροντίσει!
Με αυτή την ΚΥΑ, η κυβέρνηση ουσιαστικά ομολογεί ότι τα νοσοκομεία είναι αποψιλωμένα από προσωπικό, με συνέπεια όσοι έχουν μείνει και δίνουν με όλες τους τις δυνάμεις τη μάχη να πραγματοποιούν έξτρα εφημερίες για να καλυφθούν οι ανάγκες.
Σε μια περίοδο που το ΕΣΥ χρειάζεται ενίσχυση και στρατηγική ανασυγκρότηση, η λύση που προκρίνεται για ακόμη μια φορά είναι η προσωρινή «μπαλωματική» υπερεκμετάλλευση εκείνων που το κρατούν όρθιο. Την ίδια ώρα, τα κενά, που οδηγούν σε τέτοιες αποφάσεις, είναι τεράστια. Από τις δομές υγείας λείπουν:
- 6.000 γιατροί
- 15.000 νοσηλευτές
- 2.500 τραυματιοφορείς
Και οι παραπάνω αριθμοί είναι με βάση τα απαρχαιωμένα οργανογράμματα των νοσοκομείων.
Αντί για ουσιαστική στελέχωση και βελτίωση των συνθηκών εργασίας, μετακυλίεται στους υγειονομικούς η ευθύνη κάλυψης χρόνιων ελλείψεων, με πρόσχημα μια πανδημία που αποτελεί πλέον παρελθόν. Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι πόσο ακόμη μπορούν να αντέξουν οι εργαζόμενοι, αλλά πόσο ακόμη θα παραμένει η πολιτεία θεατής απέναντι στην αποσύνθεση του δημόσιου συστήματος υγείας που η ίδια επιτρέπει.








