Η γρίπη συνεχίζει την ανοδική της τάση, προκαλώντας έντονη ανησυχία. Η αυξημένη μεταδοτικότητα του υποστελέχους Κ και το γεγονός ότι το επιδημικό κύμα έχει κάνει την εμφάνισή του τρεις έως τέσσερις εβδομάδες νωρίτερα από το συνηθισμένο, έχουν δημιουργήσει ένα μείγμα που έχει ως αποτέλεσμα αριθμό-ρεκόρ σε κρούσματα και νοσηλείες.
Στις ΗΠΑ φαίνεται να υπάρχει 15% αύξηση στα θετικά τεστ και τα επείγοντα γεμίζουν. Παράλληλα, έχουν καταγραφεί ήδη τρεις θάνατοι παιδιών. Παράλληλα, στη Μεγάλη Βρετανία τον Δεκέμβριο είχαμε κατά μέσον όρο 2.660 νοσηλείες την ημέρα με συμπτώματα γρίπης.
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ, ο αριθμός κρουσμάτων γρίπης βρίσκεται σε ανοδική τάση, η οποία ξεκίνησε νωρίτερα σε σχέση με τις δύο προηγούμενες χρονιές. Η μεγάλη πίεση στο σύστημα υγείας της χώρας μας αναμένεται να σημειωθεί στο αμέσως προσεχές χρονικό διάστημα.
Το χρονοδιάγραμμα
Η γρίπη Α και η γρίπη Β αποτελούν δύο διαφορετικές «γραμμές» του ίδιου ιού. Τα στελέχη της γρίπης Α, όπως τα H1N1 και H3N2 (γνωστό ως υποστέλεχος Κ που επικρατεί φέτος), τείνουν να προκαλούν βαρύτερες περιόδους γρίπης και είναι τα μόνα που έχουν οδηγήσει σε πανδημίες. Η γρίπη Β προσβάλλει μόνο ανθρώπους, μεταλλάσσεται πιο αργά και συνήθως είναι ηπιότερη, αν και κάθε λοίμωξη μπορεί δυνητικά να εξελιχθεί σοβαρά.
Συνήθως, η γρίπη Α κορυφώνεται νωρίτερα μέσα στον χειμώνα, ενώ η γρίπη Β εμφανίζεται με μικρή καθυστέρηση, αν και κάθε χρονιά παρουσιάζει τις δικές της ιδιαιτερότητες.
Οι ασθενείς είναι πιο μεταδοτικοί τις πρώτες τρεις έως τέσσερις ημέρες της νόσου. Ωστόσο, μικρά παιδιά και άτομα με εξασθενημένο ανοσοποιητικό μπορεί να μεταδίδουν τον ιό για μεγαλύτερο διάστημα. Το CDC συστήνει παραμονή στο σπίτι έως ότου ο πυρετός υποχωρήσει για τουλάχιστον 24 ώρες χωρίς αντιπυρετικά και υπάρξει βελτίωση των συμπτωμάτων. Για όσους δεν εμφανίζουν πυρετό, συνιστάται απομόνωση για τουλάχιστον πέντε ημέρες από την έναρξη των συμπτωμάτων.
Ο εμβολιασμός
Το εμβόλιο της γρίπης σχεδιάζεται με βάση τα στελέχη που κυκλοφορούν αρκετούς μήνες νωρίτερα. Επομένως, η προστασία δεν είχε σχεδιαστεί σε απόλυτο βαθμό για το υποστέλεχος Κ, καθώς αυτό επικράτησε το τελευταίο διάστημα.
Παρόλα αυτά, η αποτελεσματικότητά του εμβολίου αγγίζει το 55%, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC). Όπως σημειώνει ο καθηγητής Μικροβιολογίας Αθανάσιος Τσακρής, η ανοσολογική απόκριση διαφέρει σημαντικά από άτομο σε άτομο και αυτός είναι ο λόγος που οι πολιτικές δημόσιας υγείας εστιάζουν στην προστασία των πιο ευάλωτων: το εμβόλιο εξακολουθεί να προσφέρει ισχυρή προστασία από σοβαρή νόσηση, επιπλοκές και θάνατο. Αρθρογραφώντας στην Καθημερινή ο κ. Τσακρής προειδοποιεί ότι ο συνδυασμός της χαμηλής εμβολιαστικής κάλυψης και της έλλειψης φυσικής ανοσίας από προηγούμενες λοιμώξεις «διευκολύνει την ταχεία διασπορά της».
Τα παιδιά
Την ίδια ώρα, αυξημένη νοσηρότητα καταγράφεται τις τελευταίες ημέρες στα παιδιατρικά νοσοκομεία. Μιλώντας στην ΕΡΤ, η παιδίατρος του Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού» Αρετή Μανιώτη έκανε λόγο για ένα στέλεχος με υψηλή μεταδοτικότητα και έντονη κλινική εικόνα.
Σύμφωνα με την ίδια, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στις ευπαθείς ομάδες, καθώς η νόσος μπορεί να εμφανιστεί πιο βαριά «σε βρέφη κάτω των 6 μηνών, εγκύους, ανοσοκατεσταλμένους και ασθενείς με χρόνια νοσήματα όπως άσθμα και παχυσαρκία».
Η παιδίατρος υπογράμμισε ότι ο αντιγριπικός εμβολιασμός μπορεί να γίνει από την ηλικία των 6 μηνών, ενώ για τα μικρότερα βρέφη τόνισε τη σημασία του εμβολιασμού του οικογενειακού περιβάλλοντος. «Όσοι έχουν στο σπίτι βρέφος κάτω των 6 μηνών, εμβολιάζονται όλοι γύρω του για να το προστατεύσουμε. Αυτό το λέμε cocooning ανοσίας», ανέφερε χαρακτηριστικά.








