Το τελευταίο διάστημα εξελίσσεται μια ιδιαίτερα σοβαρή υπόθεση που αφορά τη λειτουργία δημόσιων νοσοκομειακών δομών στη Δυτική Αττική και τις εργασιακές συνθήκες των γιατρών του ΕΣΥ. Αποφάσεις που λαμβάνονται χωρίς θεσμική διαδικασία και σε πλήρη αντίθεση με δημόσιες δεσμεύσεις και τη νομοθεσία, οδηγούν στην ουσιαστική κατάργηση κρίσιμων τμημάτων, με σοβαρές επιπτώσεις τόσο για το υγειονομικό προσωπικό όσο και για την εξυπηρέτηση των ασθενών.
Στις 23/12/25 η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας διεμήνυσε τηλεφωνικά πως το Δερματολογικό του ΓΝ Δυτικής Αττικής «Αγία Βαρβάρα» καταργείται και πως όλοι οι γιατροί του από 1/1/26 μετακινούνται αναγκαστικά στο Πανεπιστημιακό Δερματολογικό τμήμα του νοσοκομείου «Αττικόν», όπου και θα εφημερεύουν από εδώ και στο εξής. «Θα πάτε εκεί τώρα και μετά από 3-4 μήνες βλέπουμε τι θα γίνει» ήταν αυτό που ειπώθηκε. Μάλιστα στις 24/12 διαμηνύθηκε πως στην καλύτερη των περιπτώσεων κάποιοι/ες από τους ειδικευμένους Δερματολόγους από την «Αγία Βαρβάρα» μπορεί να μετακινηθούν στο ΓΝ Νικαίας, όμως όλοι/ες οι ειδικευόμενοι/ες πάνε άμεσα στο «Αττικό».
Ουσιαστικά η κυβέρνηση αναιρεί τις ίδιες τις δημόσιες δεσμεύσεις της. Ο διοικητής της 2ης ΥΠΕ αλλά και ο ίδιος ο υπουργός Υγείας πολλές φορές «δεσμεύθηκαν» πως «όποιος/α γιατρός έχει δηλώσει επιθυμία να μείνει στο Νικαίας, θα μείνει στο Νικαίας» και πως «το Δερματολογικό του ΓΝΔΑ θα παραμείνει σε πλήρη λειτουργία ως τμήμα του ΕΣΥ που θα ανήκει στον οργανισμό του Νικαίας. Επίσης η κυβέρνηση παραβιάζει ακόμα και δικό της νόμο (α. 33 του ν. 5194/2-2-25) όπου σαφώς ορίζεται πως για την κατανομή τμημάτων, μονάδων και οργανικών θέσεων μεταξύ Νικαίας και «Αττικού» για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση θα εισηγείται ο διοικητής της 2ης ΥΠΕ στον υπουργό και την τελική απόφαση θα την λαμβάνει ο υπουργός, μια διαδικασία που μέχρι σήμερα 7 ολόκληρους μήνες δεν έχει γίνει.
Εκτός από το «λουκέτο» στο Δερματολογικό τμήμα του ΓΝ Δυτικής Αττικής, η εξέλιξη αυτή ανοίγει τον «ασκό του Αιόλου» για όλους όσους έχουν οργανική θέση στο νοσοκομείο, ακόμα και αυτούς (Αναισθησιολόγους, Χειρουργούς, Καρδιολόγους κλπ) που υπηρετούν πλήρως και αποκλειστικά στην νοσοκομειακή μονάδα Νίκαιας εδώ και πολλά χρόνια. Τέλος επιβαρύνεται αφόρητα η ήδη επιβαρυμένη Παθολογική εφημερία του Νικαίας διότι αυτονόητα τα επείγοντα δερματολογικά περιστατικά (μέχρι και 140 σε κάθε γενική εφημερία) από εδώ και πέρα θα απευθύνονται στο Παθολογικό ΤΕΠ.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι γιατροί από το ΓΝ Νίκαιας εκφράζουν την αντίθεσή τους στις παραπάνω εξελίξεις, τονίζοντας ότι δεν πρέπει να επιτρέψουν την «απαγωγή» τμημάτων, μονάδων, γιατρών (ειδικευμένων και ειδικευόμενων) ή λοιπών εργαζόμενων από το νοσοκομείο της Νίκαιας προς «το μεγαλοκαθηγητικό κατεστημένο του Αττικού διότι έτσι το νοσοκομείο μας οδηγείται όχι απλά σε υποβάθμιση αλλά σε διάλυση» καταλήγουν.








