Ο διαβήτης τύπου 2 αποτελεί μείζον παγκόσμιο πρόβλημα υγείας. Το 2017 περίπου το 6,28% του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσε με την πάθηση, ποσοστό που αναμένεται να φτάσει στο 7% έως το 2030. Υπάρχουν πολλές θεραπείες, αλλά το παγκόσμιο κόστος αντιμετώπισης του διαβήτη τύπου 2 προβλέπεται να ξεπεράσει το 1 τρισ. έως το 2030.
Νέα μελέτη βρήκε, ωστόσο, ότι η κουρκουμίνη, το ενεργό συστατικό του κουρκουμά, μπορεί να βοηθήσει άτομα με προδιαβήτη ή διαβήτη τύπου 2 να χάσουν βάρος, μειώνοντας πιθανόν την ανάγκη για ακριβά φάρμακα.
Ως το 2024, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) ανέφερε ότι πάνω από 800 εκατομμύρια άτομα ζουν με διαβήτη, εκ των οποίων το 95% πάσχει από διαβήτη τύπου 2. Η πάθηση αυτή μπορεί να οδηγήσει σε επιπλοκές όπως καρδιαγγειακά νοσήματα, προβλήματα όρασης και νεφροπάθειες. Η παχυσαρκία και το υπερβάλλον βάρος είναι συχνά φαινόμενα σε άτομα με προδιαβήτη και διαβήτη τύπου 2, ενώ η απώλεια βάρους μπορεί να βοηθήσει στη διαχείριση των συμπτωμάτων ή ακόμα και στην αναστροφή της κατάστασης.
Ο κουρκουμάς ή η κουρκουμίνη, είχαν ευεργετική επίδραση σε ορισμένους δείκτες παχυσαρκίας, και ενδέχεται έτσι να βοηθήσουν στη διαχείριση βάρους σε άτομα με προδιαβήτη και διαβήτη τύπου 2.
Ο Thomas M. Holland, MD, MS, γιατρός-ερευνητής και επίκουρος καθηγητής στο RUSH Institute for Healthy Aging, σχολίασε: «Τα ευρήματα είναι μέτρια αλλά αξιοσημείωτα. Η μετα-ανάλυση έδειξε ότι η συμπλήρωση με κουρκουμά/κουρκουμίνη οδήγησε σε μικρές αλλά σημαντικές μειώσεις στο σωματικό βάρος, την περιφέρεια μέσης, το ποσοστό σωματικού λίπους και την περιφέρεια ισχίων σε άτομα με διαβήτη τύπου 2 και προδιαβήτη. Από επιστημονική σκοπιά, αυτές οι αλλαγές, περίπου 2 κιλά απώλεια βάρους και 2–3 εκατοστά μείωση στη μέση, μπορεί να φαίνονται μικρές, αλλά στη δημόσια υγεία ακόμη και μικρές βελτιώσεις στην κεντρική παχυσαρκία μπορούν να μειώσουν τον μεταβολικό και καρδιαγγειακό κίνδυνο».
Ο κουρκουμάς ως συμπλήρωμα
Ο κουρκουμάς χρησιμοποιείται εδώ και αιώνες στη μαγειρική για γεύση και χρώμα, αλλά και ως συμπλήρωμα. Έρευνες δείχνουν ότι μπορεί να έχει αντιοξειδωτική, αντιμικροβιακή και αντιφλεγμονώδη δράση και θεωρείται γενικά ασφαλής στις ποσότητες που καταναλώνονται με το φαγητό, αν και σε μεγάλες δόσεις μπορεί να προκαλέσει παρενέργειες.
Η ανασκόπηση εξέτασε τις επιδράσεις της συμπλήρωσης κουρκουμά/κουρκουμίνης σε δείκτες όπως σωματικό βάρος, ΔΜΣ (BMI), ποσοστό λίπους, περιφέρεια μέσης και περιφέρεια ισχίων, σε 20 μελέτες.
Οι συμμετέχοντες έλαβαν δόσεις από 80 mg/ημέρα έως 2.100 mg/ημέρα, για διάστημα 8–36 εβδομάδων. Ανεπιθύμητες ενέργειες όπως πόνος στο στομάχι, φαγούρα, ζάλη, δυσκοιλιότητα, εξάψεις και ναυτία αναφέρθηκαν μόνο σε 3 από τις 20 μελέτες.
Στα άτομα με διαβήτη τύπου 2, η κουρκουμίνη οδήγησε σε βελτίωση στο σωματικό βάρος, την περιφέρεια μέσης, το ποσοστό λίπους και την περιφέρεια ισχίων, όχι όμως στον ΔΜΣ ή στον λόγο μέσης-ισχίων.
Για όσους είχαν προδιαβήτη, τα συμπληρώματα μείωσαν σημαντικά το βάρος και την περιφέρεια μέσης, χωρίς όμως αλλαγή στον ΔΜΣ.
Οι ερευνητές βρήκαν ότι:
- Συμπληρώματα διάρκειας >22 εβδομάδων μείωσαν το βάρος κατά 2,5 κιλά.
- Δόσεις >1.500 mg/ημέρα μείωσαν την περιφέρεια μέσης κατά 1,8 εκατοστά.
Γιατί μπορεί να βοηθά πράγματι η κουρκουμίνη;
Η κουρκουμίνη μπορεί να επηρεάζει τον μεταβολισμό, να μειώνει τη φλεγμονή και πιθανόν να μειώνει την όρεξη. Ορισμένες μελέτες δείχνουν ότι ενισχύει τη θερμογένεση (καύση θερμίδων για παραγωγή θερμότητας), κάτι που θα μπορούσε να συμβάλει σε απώλεια βάρους. Επίσης, οι αντιφλεγμονώδεις ιδιότητές της ίσως μειώνουν τις φλεγμονές που σχετίζονται με την παχυσαρκία και τον διαβήτη.
Οι συγγραφείς της μελέτης πιστεύουν ότι οι κύριοι μηχανισμοί είναι η ενεργοποίηση του ενζύμου AMPK, η βελτίωση της ευαισθησίας στην ινσουλίνη και η ενίσχυση του μεταβολισμού του λίπους.
Αυτή η έρευνα είναι ενθαρρυντική, αλλά χρειάζεται προσοχή. Τα αποτελέσματα είναι μικρά και η βεβαιότητα μέτρια, άρα απαιτούνται πιο μεγάλες και ισχυρές μελέτες. Για τους ασθενείς, το μήνυμα είναι ότι ο κουρκουμάς μπορεί να αποτελέσει χρήσιμη υποστήριξη, αλλά δεν αποτελεί «μαγικό χάπι» για απώλεια βάρους.
Οι γιατροί πρέπει να τον βλέπουν ως «συμπληρωματική θεραπεία» δίπλα στις καθιερωμένες μεθόδους, όπως οι αλλαγές στον τρόπο ζωής και τα φάρμακα για τον διαβήτη και την παχυσαρκία.