Η βιταμίνη D είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη και τη διατήρηση υγιών οστών, καθώς διευκολύνει την απορρόφηση ασβεστίου και άλλων μετάλλων από το έντερο. Η έλλειψή της μπορεί να οδηγήσει σε ραχίτιδα στα παιδιά και οστεοπόρωση στους ενήλικες.
Επιπλέον, επηρεάζει τη λειτουργία των κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος, και η ανεπάρκεια έχει συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο λοιμώξεων και αυτοάνοσων νοσημάτων. Μελέτες έχουν επίσης δείξει ότι τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D σχετίζονται με μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης καρδιοπαθειών, διαβήτη και καρκίνου.
Η βιταμίνη D υπάρχει σε δύο μορφές: βιταμίνη D3 και βιταμίνη D2. Η D3 συντίθεται στο δέρμα μέσω της υπεριώδους ακτινοβολίας του ήλιου ή λαμβάνεται από ζωικές πηγές, όπως λιπαρά ψάρια, αυγά και γαλακτοκομικά προϊόντα. Η D2 προέρχεται από φυτικές πηγές, όπως μανιτάρια, μαγιά και ορισμένα φυτά.
Η βιταμίνη D που συντίθεται ή λαμβάνεται μέσω της διατροφής μετατρέπεται από τον οργανισμό σε ενεργή μορφή, την 1,25-διυδροξυβιταμίνη D, μέσα από δύο στάδια: πρώτα στο ήπαρ σε 25-υδροξυβιταμίνη D και στη συνέχεια στα νεφρά. Η ενεργή μορφή συνδέεται με υποδοχείς σε διάφορα κύτταρα και ιστούς, ασκώντας τις βιολογικές της δράσεις.
Επειδή η ενεργή μορφή έχει μικρή διάρκεια ζωής, οι ειδικοί αξιολογούν τα επίπεδα της 25-υδροξυβιταμίνης D, η οποία είναι πιο σταθερή. Και οι δύο μορφές, D2 και D3, συμβάλλουν στον καθορισμό της συνολικής κατάστασης βιταμίνης D.
Τι προκαλεί την ανεπάρκεια βιταμίνης D
Η ανεπάρκεια μπορεί να οφείλεται σε χαμηλή πρόσληψη μέσω της διατροφής ή σε περιορισμένη έκθεση στον ήλιο. Παράγοντες όπως το σκούρο χρώμα δέρματος, η συστηματική χρήση αντηλιακού ή η μειωμένη ηλιοφάνεια τον χειμώνα ευνοούν τη μείωση των επιπέδων.
Επιπλέον, ορισμένα νοσήματα ή φάρμακα μπορούν να επηρεάσουν τη σύνθεση ή την απορρόφηση της βιταμίνης. Οι ηλικιωμένοι, τα άτομα με παχυσαρκία ή χρόνια προβλήματα στο ήπαρ ή στα νεφρά ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου.
Πολλοί επιλέγουν τη λήψη συμπληρωμάτων για να διατηρήσουν επαρκή επίπεδα και να μειώσουν τον κίνδυνο χρόνιων παθήσεων που σχετίζονται με την ανεπάρκεια. Ωστόσο, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι η υπερβολική λήψη βιταμίνης D μπορεί επίσης να έχει αρνητικές επιπτώσεις, επομένως τα συμπληρώματα συνιστώνται μόνο σε όσους έχουν αποδεδειγμένα χαμηλά επίπεδα.
Τι έδειξε νέα μελέτη για την αποτελεσματικότητα των δύο μορφών της βιταμίνης D
Τα νεότερα δεδομένα δείχνουν ότι η βιταμίνη D3 ίσως υπερέχει, καθώς φαίνεται να μειώνει τη θνησιμότητα από καρκίνο, να υποστηρίζει τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος και να συμβάλλει στη μείωση των συμπτωμάτων κατάθλιψης.
Ειδικότερα, μια πρόσφατη μετα-ανάλυση που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nutrition Reviews έδειξε ότι η λήψη συμπληρωμάτων με βιταμίνη D2 μπορεί να μειώνει τα επίπεδα της βιταμίνης D3 στο αίμα, εξουδετερώνοντας έτσι τα πιθανά οφέλη της δεύτερης.
Η ανάλυση συγκέντρωσε δεδομένα από 11 τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες και κατέληξε ότι όσοι λάμβαναν βιταμίνη D2 παρουσίασαν σημαντικότερη μείωση στα επίπεδα βιταμίνης D3 σε σχέση με όσους δεν λάμβαναν καθόλου συμπληρώματα.
Παρότι και οι δύο μορφές βιταμίνης D μπορούν να βοηθήσουν στην επίτευξη φυσιολογικών επιπέδων, δεν είναι ξεκάθαρο αν κάποια από τις δύο προσφέρει περισσότερα οφέλη.
Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι η βιταμίνη D3 είναι πιο αποτελεσματική στην αύξηση των επιπέδων της βιταμίνης, ιδιαίτερα σε άτομα με ανεπάρκεια. Επιπλέον, μία έρευνα έδειξε ότι η βιταμίνη D3, σε αντίθεση με τη βιταμίνη D2, ενεργοποίησε την παραγωγή ιντερφερονών, πρωτεϊνών που ενισχύουν την άμυνα του οργανισμού έναντι βακτηρίων και ιών.
Άλλες μελέτες έχουν επίσης διαπιστώσει ότι η λήψη βιταμίνης D3, αλλά όχι D2, συνδέεται με μειωμένο κίνδυνο θνησιμότητας από καρκίνο. Επιπλέον, υψηλότερα επίπεδα βιταμίνης D3 σχετίζονται με χαμηλότερα ποσοστά καταθλιπτικών συμπτωμάτων, ενώ η D2 φαίνεται να συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο.
Συμπληρώματα με βιταμίνη D2 μείωσαν τα συνολικά επίπεδα της βιταμίνης D3 στο αίμα
Ερευνητές του Πανεπιστημίου του Surrey πραγματοποίησαν μετα-ανάλυση για να εξετάσουν συστηματικά κατά πόσο η βιταμίνη D2 συνδέεται με αύξηση ή μείωση των επιπέδων της βιταμίνης D στο αίμα. Μια τέτοια ανάλυση συγκεντρώνει αποτελέσματα από διαφορετικές μελέτες και τα συνδυάζει με στατιστικές μεθόδους, ώστε να εξαχθεί ένα πιο ασφαλές συνολικό συμπέρασμα.
Η συγκεκριμένη μετα-ανάλυση περιλάμβανε 11 τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες με υγιείς συμμετέχοντες που λάμβαναν βιταμίνη D2 ή εικονικό φάρμακο. Μία από τις μελέτες αφορούσε άτομα με μυϊκό τραυματισμό λόγω άσκησης, ωστόσο συμπεριλήφθηκε καθώς η κατάσταση αυτή δεν επηρεάζει τον μεταβολισμό της βιταμίνης D.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι όσοι λάμβαναν βιταμίνη D2 εμφάνισαν μεγαλύτερη μείωση στα επίπεδα της βιταμίνης D3 στο αίμα συγκριτικά με όσους δεν έλαβαν συμπληρώματα.
Η επικεφαλής της μελέτης, Emily Brown, ερευνήτρια διδακτορικού στο Πανεπιστήμιο του Surrey, εξήγησε στο Medical News Today Medical News Today ότι η μετα-ανάλυση αυτή «είναι η πρώτη που ποσοτικοποιεί την επίδραση της βιταμίνης D2 στα επίπεδα της βιταμίνης D3».
«Ανακαλύψαμε ότι η λήψη βιταμίνης D2 μπορεί στην πραγματικότητα να μειώσει τα επίπεδα βιταμίνης D3 στον οργανισμό, ένα εύρημα που δεν είχε αναφερθεί μέχρι σήμερα. Αυτό δείχνει ότι, λαμβάνοντας υπόψη τις ατομικές ιδιαιτερότητες, η βιταμίνη D3 ίσως είναι πιο ωφέλιμη για τους περισσότερους ανθρώπους σε σχέση με τη βιταμίνη D2», ανέφερε η Brown.
Η καλύτερη επιλογή
Η ερευνήτρια πρόσθεσε ότι η βιταμίνη D3 φαίνεται να αποτελεί την καλύτερη επιλογή, «καθώς αυξάνει πιο αποτελεσματικά τα συνολικά επίπεδα βιταμίνης D και φαίνεται να ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα απέναντι σε ιούς και βακτήρια».
Η Lina Begdache, αναπληρώτρια καθηγήτρια σπουδών υγείας και ευεξίας στο Πανεπιστήμιο Binghamton της Νέας Υόρκης, τόνισε στο Medical News Today ότι οι γιατροί θα πρέπει να προτιμούν τη συμπλήρωση με βιταμίνη D3 και να παρακολουθούν τα επίπεδα των ασθενών αναλόγως.
«Η βιταμίνη D3 πρέπει να αποτελεί την πρώτη επιλογή για συμπλήρωση, καθώς η D2 μπορεί να μειώσει τα επίπεδα της D3 και είναι λιγότερο αποτελεσματική στη διατήρηση της συνολικής κατάστασης βιταμίνης D. Οι γιατροί θα πρέπει να παρακολουθούν ειδικά τα επίπεδα της D3 και να χρησιμοποιούν D2 μόνο σε άτομα που αποφεύγουν προϊόντα ζωικής προέλευσης», εξήγησε.
Ανάλογη άποψη εξέφρασε και ο Malek Cheikh, ενδοκρινολόγος στο MedStar Health, ο οποίος ειδικεύεται στην ενδοκρινολογία, τον διαβήτη και τον μεταβολισμό. Όπως ανέφερε, «μέχρι σήμερα θεωρούσαμε ότι οι δύο μορφές βιταμίνης D είναι φυσιολογικά ίδιες και ότι οποιαδήποτε από τις δύο αρκεί για την πρόληψη χαμηλών επιπέδων. Η μελέτη αυτή δείχνει ότι δεν είναι όλα τα συμπληρώματα βιταμίνης D εναλλάξιμα».
Ο ίδιος πρόσθεσε: «Ίσως είναι ασφαλέστερο να βασιζόμαστε στη βιταμίνη D3 για την ενίσχυση των επιπέδων βιταμίνης D, καθώς η μακροχρόνια λήψη υψηλών δόσεων D2 μπορεί να μην είναι η καλύτερη επιλογή».
Ωστόσο, προειδοποίησε ότι τα αποτελέσματα πρέπει να ερμηνεύονται με προσοχή, καθώς η ανάλυση παρουσίασε υψηλή ετερογένεια και δεν υπάρχουν ακόμη αρκετά μακροχρόνια δεδομένα.
«Η μελέτη αυτή αποτελεί ένα σημαντικό πρώτο βήμα για μελλοντικές έρευνες που θα εξετάσουν πιο λεπτομερώς τις διαφορές μεταξύ βιταμίνης D2 και D3 ως προς την υγεία των οστών και τους δείκτες του ανοσοποιητικού συστήματος, ώστε να καθοδηγήσουν καλύτερα τις κλινικές αποφάσεις», κατέληξε.