Σύμφωνα με τους ειδικούς, ο καρκίνος του προστάτη βασίζεται σε γενετικούς «διακόπτες», γνωστούς ως ενισχυτές, οι οποίοι μπορούν να ενεργοποιήσουν γονίδια τα οποία ευνοούν την ανάπτυξη των όγκων.
Ερευνητές από το πανεπιστήμιο του University of Michigan Health ανακάλυψαν έναν νέο μηχανισμό που ενεργοποιεί τα γονίδια τα οποία ευνοούν την ανάπτυξη του καρκίνου του προστάτη. Εντόπισαν ότι δύο πρωτεΐνες, οι p300 και CBP, συνεργάζονται με τον ανδρογονικό υποδοχέα για να «ενεργοποιούν» συγκεκριμένα τμήματα του DNA, οδηγώντας έτσι στην αύξηση των καρκινικών κυττάρων. Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature Genetics.
Η ερευνητική ομάδα, με επικεφαλής τον Arul Chinnaiyan, καθηγητή Παθολογίας και Ουρολογίας και διευθυντή του Michigan Center for Translational Pathology, διαπίστωσε ότι τα επίπεδα των πρωτεϊνών αυτών είναι αυξημένα στον καρκίνο του προστάτη σε σύγκριση με τον φυσιολογικό ιστό.
Περαιτέρω πειράματα σε καρκινικά κύτταρα έδειξαν ότι ο ανδρογονικός υποδοχέας δεν μπορεί να ενεργοποιήσει τα γονίδια που προάγουν την ανάπτυξη του καρκίνου του προστάτη, χωρίς τις εν λόγω πρωτεΐνες.
Με βάση αυτά τα ευρήματα, οι επιστήμονες ανέπτυξαν το CBPD-409, μια ένωση που αποδομεί επιλεκτικά τις πρωτεΐνες p300 και CBP, μειώνει τα επίπεδα του χημικού «σήματος» (H2BNTac) που ενεργοποιεί τα γονίδια τα οποία ευνοούν την ανάπτυξη του καρκίνου του προστάτη και σταματά τη δραστηριότητα του ογκογόνου ανδρογονικού υποδοχέα. Το CBPD-409 είναι ιδιαίτερα δραστικό και μπορεί να χορηγηθεί από το στόμα.
Η ομάδα διαπίστωσε επίσης ότι τα κύτταρα με υψηλότερα επίπεδα H2BNTac είναι πιο ευαίσθητα στο φάρμακο, γεγονός που υποδηλώνει ότι το CBPD-409 μπορεί να είναι πιο αποτελεσματικό σε συγκεκριμένες ομάδες ασθενών με καρκίνο του προστάτη. Επιπλέον, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι το CBPD-409 προκαλεί υποχώρηση των όγκων σε μοντέλα ανθεκτικού στον ευνουχισμό καρκίνου του προστάτη και είναι καλά ανεκτό στα ποντίκια.
Αν και τα αποτελέσματα της μελέτης θεωρούνται ιδιαίτερα ενθαρρυντικά, το φάρμακο CBPD-409 βρίσκεται ακόμη σε προκλινικό στάδιο ανάπτυξης. Μέχρι στιγμής έχει δοκιμαστεί μόνο σε κυτταρικά και ζωικά μοντέλα, με θετικά αποτελέσματα όσον αφορά την αποτελεσματικότητα και την ασφάλειά του. Οι ερευνητές τονίζουν ότι απαιτούνται περαιτέρω κλινικές δοκιμές σε ανθρώπους πριν μπορέσει να χρησιμοποιηθεί στην πράξη, πράγμα που σημαίνει ότι η πορεία προς την κλινική εφαρμογή του φαρμάκου θα χρειαστεί ακόμη αρκετά χρόνια, καθώς πρέπει πρώτα να αποδειχθεί η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητά του σε μεγαλύτερες μελέτες.