Μια νέα θεραπεία αποδείχθηκε ότι μειώνει σημαντικά την αρτηριακή πίεση σε ανθρώπους των οποίων τα επίπεδα παραμένουν επικίνδυνα υψηλά, παρά τη λήψη πολλών υφιστάμενων φαρμάκων, σύμφωνα με τα αποτελέσματα μιας κλινικής δοκιμής Φάσης ΙΙΙ με επικεφαλής έναν καθηγητή του UCL.
Παγκοσμίως, περίπου 1,3 δισεκατομμύρια άνθρωποι έχουν υψηλή αρτηριακή πίεση (υπέρταση) και σε περίπου τις μισές περιπτώσεις η πάθηση παραμένει αρρύθμιστη ή ανθεκτική στη θεραπεία. Τα άτομα αυτά διατρέχουν πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο εμφράγματος, εγκεφαλικού, νεφρικής νόσου και πρόωρου θανάτου.
Η διεθνής μελέτη BaxHTN, με επικεφαλής τον καθηγητή Bryan Williams (UCL Institute of Cardiovascular Science) και με χορηγό την AstraZeneca, αξιολόγησε το νέο φάρμακο baxdrostat (το οποίο λαμβάνεται σε μορφή δισκίου) με τη συμμετοχή σχεδόν 800 ασθενών σε 214 κλινικές σε όλο τον κόσμο.
Τα αποτελέσματα παρουσιάστηκαν στις 30 Αυγούστου στο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας (ESC) στη Μαδρίτη και δημοσιεύθηκαν ταυτόχρονα στο περιοδικό New England Journal of Medicine.
Σύμφωνα με αυτά, μετά από 12 εβδομάδες οι ασθενείς που έλαβαν baxdrostat (1 mg ή 2 mg μία φορά την ημέρα) εμφάνισαν μείωση της αρτηριακής πίεσης κατά περίπου 9-10 mmHg περισσότερο σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο – μια μείωση αρκετά μεγάλη ώστε να μειώσει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Περίπου 4 στους 10 ασθενείς έφτασαν σε υγιή επίπεδα πίεσης, σε αντίθεση με λιγότερους από 2 στους 10 που έλαβαν placebo.
Ο κύριος ερευνητής, καθηγητής Williams, ο οποίος παρουσίασε τα αποτελέσματα στο ESC, δήλωσε: «Η επίτευξη σχεδόν 10 mmHg μείωσης στη συστολική αρτηριακή πίεση με το baxdrostat στη δοκιμή BaxHTN Φάσης ΙΙΙ είναι ενθαρρυντική, καθώς αυτό το επίπεδο μείωσης συνδέεται με σημαντικά χαμηλότερο κίνδυνο εμφράγματος, εγκεφαλικού, καρδιακής ανεπάρκειας και νεφρικής νόσου».
Πώς λειτουργεί το baxdrostat
Η αρτηριακή πίεση επηρεάζεται έντονα από μια ορμόνη που ονομάζεται αλδοστερόνη, η οποία βοηθά τα νεφρά να ρυθμίζουν την ισορροπία άλατος και νερού.
Ορισμένα άτομα παράγουν υπερβολική ποσότητα αλδοστερόνης, με αποτέλεσμα ο οργανισμός να κατακρατά αλάτι και νερό. Αυτή η δυσρύθμιση οδηγεί σε αύξηση της πίεσης και καθιστά τον έλεγχό της εξαιρετικά δύσκολο.
Η αντιμετώπιση της δυσρύθμισης της αλδοστερόνης υπήρξε για δεκαετίες στόχος της έρευνας, αλλά μέχρι σήμερα ήταν δύσκολο να επιτευχθεί.
Το baxdrostat δρα μπλοκάροντας την παραγωγή αλδοστερόνης, αντιμετωπίζοντας άμεσα αυτόν τον παράγοντα που προκαλεί την υπέρταση.
Ο καθηγητής Williams, Πρόεδρος της Ιατρικής στο UCL, δήλωσε: «Τα ευρήματα αυτά αποτελούν σημαντική πρόοδο τόσο στη θεραπεία όσο και στην κατανόηση της αιτίας της δύσκολα ρυθμιζόμενης πίεσης.
Περίπου οι μισοί ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία για υπέρταση δεν την έχουν υπό έλεγχο, ωστόσο αυτός είναι ένας συντηρητικός υπολογισμός και ο αριθμός είναι πιθανόν μεγαλύτερος, ιδίως καθώς ο στόχος για τα επίπεδα αρτηριακής πίεσης που θέλουμε να πετύχουμε είναι πλέον πολύ χαμηλότερος απ’ ό,τι στο παρελθόν.
Σε ασθενείς με αρρύθμιστη ή ανθεκτική υπέρταση, η προσθήκη 1 mg ή 2 mg baxdrostat μία φορά την ημέρα στη βασική αντιυπερτασική αγωγή οδήγησε σε κλινικά σημαντικές μειώσεις της συστολικής πίεσης, οι οποίες διατηρήθηκαν έως και 32 εβδομάδες χωρίς απρόβλεπτα ζητήματα ασφάλειας.
Αυτό δείχνει ότι η αλδοστερόνη παίζει σημαντικό ρόλο στην πρόκληση δύσκολα ελεγχόμενης πίεσης σε εκατομμύρια ασθενείς και προσφέρει ελπίδα για πιο αποτελεσματική θεραπεία στο μέλλον».
Ιστορικά, οι χώρες της Δύσης με υψηλότερο εισόδημα ανέφεραν πολύ υψηλότερα ποσοστά υπέρτασης· ωστόσο, κυρίως λόγω αλλαγών στη διατροφή (λιγότερο αλάτι στο φαγητό), ο αριθμός των ατόμων με υπέρταση είναι πλέον πολύ μεγαλύτερος στις χώρες της Ανατολής και σε χώρες με χαμηλότερο εισόδημα. Πάνω από τους μισούς ασθενείς παγκοσμίως ζουν στην Ασία, συμπεριλαμβανομένων 226 εκατομμυρίων ανθρώπων στην Κίνα και 199 εκατομμυρίων στην Ινδία.
Ο καθηγητής Williams πρόσθεσε: «Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι το συγκεκριμένο φάρμακο θα μπορούσε εν δυνάμει να βοηθήσει έως και μισό δισεκατομμύριο ανθρώπους παγκοσμίως – και περίπου 10 εκατομμύρια μόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο, ειδικά με τα νέα επίπεδα στόχου για τη βέλτιστη ρύθμιση της πίεσης».