Το φάρμακο μετφορμίνη, που χρησιμοποιείται ευρέως για τη ρύθμιση του διαβήτη τύπου 2, φαίνεται ότι δεν βοηθά μόνο στον αποτελεσματικό έλεγχο της νόσου, αλλά μπορεί επίσης να αυξάνει τις πιθανότητες οι γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας να φτάσουν ή και να ξεπεράσουν τα 90 τους χρόνια, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα. Όπως δείχνουν τα ευρήματα, που δημοσιεύτηκε στο Journal of Gerontology: Medical Sciences, το φάρμακο φαίνεται να δρα μέσα από διάφορους αντιγηραντικούς μηχανισμούς, προωθώντας έτσι τη μακροζωία.
Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από μια μακροχρόνια αμερικανική έρευνα σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Από το σύνολο των στοιχείων επιλέχθηκαν 438 γυναίκες: οι μισές λάμβαναν μετφορμίνη για τον διαβήτη και οι υπόλοιπες σουλφονυλουρία, ένα άλλο αντιδιαβητικό φάρμακο.
Όπως διαπιστώθηκε, οι γυναίκες που λάμβαναν μετφορμίνη είχαν κατά μέσο όρο 30% μικρότερο κίνδυνο να πεθάνουν πριν τα 90 τους, σε σύγκριση με εκείνες που λάμβαναν σουλφονυλουρία.
«Η μετφορμίνη έχει φανεί ότι επηρεάζει πολλαπλούς μηχανισμούς που σχετίζονται με τη γήρανση και για τον λόγο αυτό έχει προταθεί ως φάρμακο που μπορεί να παρατείνει τη μακροζωία. Διαπιστώσαμε ότι η έναρξη θεραπείας με μετφορμίνη αύξησε την πιθανότητα εξαιρετικής μακροζωίας σε σύγκριση με τη σουλφονυλουρία, σε γυναίκες με διαβήτη τύπου 2», ανέφεραν οι ερευνητές στη δημοσίευσή τους.
Γηροθεραπευτική δράση
Η μετφορμίνη χρησιμοποιείται εδώ και δεκαετίες και θεωρείται φάρμακο με γηροθεραπευτική δράση, δηλαδή ουσία που μπορεί να επιβραδύνει διάφορες διαδικασίες γήρανσης στον οργανισμό. Έχει φανεί, για παράδειγμα, ότι περιορίζει τη φθορά του DNA και ενισχύει τη δραστηριότητα γονιδίων που συνδέονται με τη μακροζωία.
Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι η μετφορμίνη μπορεί να επιβραδύνει τη φθορά του εγκεφάλου και να μειώσει τον κίνδυνο εμφάνισης long COVID. Ωστόσο, οι επιστήμονες δεν είναι ακόμη βέβαιοι αν πράγματι αυξάνει το προσδόκιμο ζωής στους ανθρώπους, κάτι που αποτέλεσε έναν από τους βασικούς λόγους διεξαγωγής της συγκεκριμένης έρευνας.
Η μελέτη αυτή δεν μπορεί να αποδείξει αιτιώδη σχέση, όπως θα μπορούσε μια τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή, αφού οι συμμετέχουσες δεν χωρίστηκαν τυχαία σε ομάδες θεραπείας αλλά ακολούθησαν τις οδηγίες των γιατρών τους. Επίσης, δεν υπήρχε ομάδα ελέγχου χωρίς θεραπεία, ενώ και το δείγμα δεν ήταν μεγάλο.
Μελέτη 15 ετών
Ωστόσο, η έρευνα είχε και σημαντικά πλεονεκτήματα. Η μέση διάρκεια παρακολούθησης ήταν 14 έως 15 χρόνια, κάτι που ξεπερνά κατά πολύ τη διάρκεια μιας τυπικής κλινικής δοκιμής. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για να κατανοηθεί πώς μια θεραπεία επηρεάζει πραγματικά τη μακροζωία.
«Ένα σημαντικό πλεονέκτημα της ανάλυσής μας ήταν η μακρά περίοδος παρακολούθησης μετά την έναρξη της θεραπείας, καθώς εξετάσαμε μια ομάδα με εκτεταμένη παρακολούθηση από τη μέση ηλικία έως και μετά τα 90 έτη, κάτι που δεν είναι εφικτό στις συνηθισμένες τυχαιοποιημένες δοκιμές», σημείωσαν οι ερευνητές.
Οι ειδικοί ανέφεραν ότι μελλοντικές τυχαιοποιημένες μελέτες θα μπορούσαν να εξετάσουν πιο διεξοδικά αυτά τα ευρήματα. Στο μεταξύ, καθώς ο παγκόσμιος πληθυσμός γηράσκει, οι επιστήμονες συνεχίζουν να αναζητούν τρόπους για να παραμείνουμε υγιείς για περισσότερα χρόνια και να μειώσουμε τη φθορά του οργανισμού με την ηλικία.
«Η υπόθεση της γεροντολογίας υποστηρίζει ότι η βιολογική γήρανση είναι μεταβλητή και ότι η επιβράδυνσή της μπορεί να καθυστερήσει ή να αποτρέψει την εμφάνιση πολλών ασθενειών και αναπηριών που σχετίζονται με την ηλικία. Κύριος στόχος της γεροντολογίας είναι να εντοπιστούν νέες θεραπευτικές και προληπτικές παρεμβάσεις που επιβραδύνουν τη βιολογική γήρανση», ανέφεραν οι ερευνητές.








