Μία νέα αμερικανική μελέτη αποκαλύπτει ότι όσα παιδιά κόλλησαν για δεύτερη φορά κορωνοϊό, είχαν διπλάσιο κίνδυνο να εμφανίσουν Long Covid, συγκριτικά με εκείνα που νόσησαν μία φορά από κορωνοϊό.
Η μελέτη που δημοσιεύτηκε στο The Lancet και χρησιμοποίησε για τις αναλύσεις της, ένα δείγμα από ιατρικά αρχεία 460.000 παιδιών και εφήβων στην Αμερική, αναδεικνύει τον κίνδυνο από τις επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις.
Συμπτώματα όπως η κόπωση και η «ομίχλη του εγκεφάλου», μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά την ποιότητα ζωής των παιδιών.
Πιο συγκεκριμένα, η μελέτη πραγματοποιήθηκε σε ασθενείς ηλικίας έως 21 ετών, οι οποίοι εξετάστηκαν στην Κλινική Long COVID στο Νοσοκομείο Παίδων του Λος Άντζελες μεταξύ Αυγούστου 2021 και Νοεμβρίου 2023. Στη μελέτη συμπεριλήφθηκαν ασθενείς που ανέφεραν επίμονα ή νέα συμπτώματα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από 4 εβδομάδες μετά από τη μόλυνση από τον SARS-CoV-2.
Συνολικά, στη μελέτη συμμετείχαν 123 ασθενείς. Η μέση ηλικία ήταν τα 13,1 έτη και το 51% ήταν αγόρια. Η έναρξη των συμπτωμάτων σημειώθηκε κατά μέσο όρο 5 εβδομάδες μετά από τη μόλυνση. Κατά την προσέλευση, το 56% των ασθενών ανέφερε συμπτώματα που είχαν διάρκεια 0-24 εβδομάδες, το 28% για 25-52 εβδομάδες και το 16% για περισσότερο από 52 εβδομάδες.
Η κόπωση (93%) και ο πονοκέφαλος (70%) ήταν τα πιο διαδεδομένα συμπτώματα τόσο στις νεότερες ηλικίες (<12 ετών) όσο και στις μεγαλύτερες (>12 ετών) ομάδες. Τα κορίτσια ανέφεραν συχνότερα «ομίχλη του εγκεφάλου», ζάλη, αίσθημα παλμών και σύνδρομο ορθοστατικής ταχυκαρδίας. Το συνολικό φορτίο των συμπτωμάτων μειώθηκε σημαντικά με την πάροδο του χρόνου (p < 0,001).
Η κατάσταση εμβολιασμού κατά την έναρξη δεν συσχετίστηκε με τη διαφορά στη διάρκεια των συμπτωμάτων κατά την αρχική προσέλευση (p = 0,4). Ωστόσο, μεταξύ εκείνων που εμβολιάστηκαν μετά την ανάπτυξη μακροχρόνιας COVID, το 41% ανέφερε υποκειμενική βελτίωση τις επόμενες εβδομάδες.
Οι ερευνητές συμπεραίνουν ότι η Long Covid χαρακτηρίζεται από παρατεταμένα και ποικίλα συμπτώματα. Ο εμβολιασμός μπορεί να προσφέρει συμπτωματικό όφελος σε ορισμένους ασθενείς, αν και απαιτούνται μεγαλύτερες μελέτες για τον καλύτερο προσδιορισμό του ρόλου του.