Η παχυσαρκία αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης 13 καρκίνων

Η παχυσαρκία αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης 13 καρκίνων
i yunmai / Unsplash
Τρίτη, 21/10/2025 - 14:51

Οι καρκίνοι που σχετίζονται με την παχυσαρκία αυξάνονται παγκοσμίως, σύμφωνα με νέα μελέτη.

Μια νέα διεθνής μελέτη διαπίστωσε ότι τα περιστατικά καρκίνου αυξάνονται ολοένα και περισσότερο στους νεότερους πληθυσμούς παγκοσμίως, με μεγάλο μέρος της αύξησης να συνδέεται με την παχυσαρκία. Η τάση αυτή δεν περιορίζεται στα άτομα κάτω των 50 ετών, καθώς και οι μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες παρουσιάζουν αντίστοιχη άνοδο.

Η έρευνα, που δημοσιεύθηκε αυτή την εβδομάδα στο περιοδικό Annals of Internal Medicine, ανέλυσε δεδομένα για τον καρκίνο από 42 χώρες και πέντε ηπείρους, καλύπτοντας την περίοδο 2003-2017. Οι επιστήμονες εξέτασαν 13 τύπους καρκίνου που είχαν ήδη αναφερθεί ότι αυξάνονται μεταξύ νεότερων ενηλίκων.

Τα αποτελέσματα επιβεβαίωσαν ότι αρκετοί τύποι καρκίνου εμφανίζονται πλέον συχνότερα σε άτομα ηλικίας 20 έως 49 ετών. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται ο καρκίνος του θυρεοειδούς, του μαστού, του παχέος εντέρου, των νεφρών, του ενδομητρίου και η λευχαιμία και όλοι παρουσίασαν αύξηση στα ποσοστά εμφάνισης σε περισσότερα από τα τρία τέταρτα των χωρών που μελετήθηκαν.

Ο καρκίνος του θυρεοειδούς σημείωσε τη μεγαλύτερη άνοδο, με μέση ετήσια αύξηση 3,57%, ακολουθούμενος από τον καρκίνο των νεφρών (2,21%) και του ενδομητρίου (1,66%).

Ο καρκίνος του παχέος εντέρου (ένας από τους πιο συζητημένους καρκίνους πρώιμης έναρξης) αυξήθηκε κατά μέσο όρο 1,45% ετησίως στους νεότερους ενήλικες. Παρότι για τους περισσότερους τύπους καρκίνου οι αυξήσεις αφορούν τόσο νεότερες όσο και μεγαλύτερες ηλικίες, ο καρκίνος του παχέος εντέρου αποτέλεσε εξαίρεση.

Σχεδόν στο 70% των χωρών, οι νέες διαγνώσεις αυξάνονταν ταχύτερα στους νεότερους σε σύγκριση με τους μεγαλύτερους ενήλικες.

Οι ερευνητές σημείωσαν ότι η άνοδος αυτή σε πολλούς τύπους καρκίνου υποδηλώνει ότι υπάρχουν κοινοί παράγοντες που συμβάλλουν, όπως η αύξηση της παχυσαρκίας, οι αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες και η χρήση αντιβιοτικών.

Οι γηραιότεροι πληθυσμοί εξακολουθούν να διατρέχουν το μεγαλύτερο κίνδυνο

Παρότι τα ευρήματα ενισχύουν την ανησυχία για τους καρκίνους πρώιμης έναρξης, οι επιστήμονες τόνισαν ότι η πρόληψη δεν θα πρέπει να επικεντρωθεί αποκλειστικά στους νεότερους. Παρά την ταχεία αύξηση ορισμένων καρκίνων σε άτομα κάτω των 50 ετών, ο συνολικός αριθμός περιστατικών παραμένει πολύ υψηλότερος στις μεγαλύτερες ηλικίες.

Για παράδειγμα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, το 2022 περίπου 50.000 γυναίκες κάτω των 50 διαγνώστηκαν με καρκίνο του μαστού, ενώ ο αντίστοιχος αριθμός για γυναίκες άνω των 50 ξεπέρασε τις 210.000.

Οι ερευνητές υπογράμμισαν την ανάγκη για περισσότερες μελέτες σχετικά με τα αίτια αυτών των αυξήσεων.

Όπως ανέφεραν, «τα ευρήματα αυτά μπορούν να καθοδηγήσουν τις μελλοντικές ερευνητικές και κλινικές προτεραιότητες, όπως η ανάγκη για εξειδικευμένες θεραπευτικές προσεγγίσεις και υποστηρικτική φροντίδα για τους νεότερους ασθενείς με καρκίνο».

Αυξάνονται πραγματικά τα περιστατικά καρκίνου στους νέους ή απλώς εντοπίζονται περισσότερα περιστατικά;

Μια άλλη μελέτη που δημοσιεύθηκε τον περασμένο μήνα υποδηλώνει ότι μεγάλο μέρος της αύξησης μπορεί να οφείλεται στην υπερδιάγνωση, και όχι σε πραγματική άνοδο της νόσου.

Η έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο JAMA Internal Medicine, εξέτασε τους οκτώ τύπους καρκίνου με τη μεγαλύτερη αύξηση στη συχνότητα εμφάνισης σε ενήλικες κάτω των 50 ετών: θυρεοειδούς, πρωκτού, νεφρών, λεπτού εντέρου, παχέος εντέρου, ενδομητρίου, παγκρέατος και μυελώματος.

Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι, ενώ οι διαγνώσεις αυτών των καρκίνων έχουν σχεδόν διπλασιαστεί από το 1992, τα ποσοστά θνησιμότητας παραμένουν σχεδόν αμετάβλητα. Αυτό δείχνει ότι η αύξηση των περιστατικών οφείλεται κυρίως στην καλύτερη ανίχνευση και στην υπερδιάγνωση, και όχι σε πραγματική άνοδο απειλητικών για τη ζωή μορφών καρκίνου.

Οι συγγραφείς της μελέτης προειδοποίησαν ότι η παρουσίαση των καρκίνων πρώιμης έναρξης ως «επιδημίας» μπορεί να υπερβάλλει το πρόβλημα και να έχει αρνητικές συνέπειες.

Όπως επεσήμαναν, οι περιττές διαγνώσεις επιβαρύνουν τους ασθενείς συναισθηματικά, σωματικά και οικονομικά, καθώς μπορεί να οδηγήσουν υγιή άτομα σε επεμβατικές θεραπείες και μακροχρόνια παρακολούθηση που δεν βελτιώνει ουσιαστικά την υγεία τους.