Οι συνθετικές χρωστικές τροφίμων χρησιμοποιούνται εκτεταμένα στα τυποποιημένα τρόφιμα και, σύμφωνα με τα διαθέσιμα δεδομένα, μπορεί να επηρεάζουν τα παιδιά περισσότερο από ό,τι τους ενήλικες.
Σε σύγκριση με τους ενήλικες, τα παιδιά εκτίθενται σε μεγαλύτερες ποσότητες συνθετικών χρωστικών ανά κιλό σωματικού βάρους, καθώς καταναλώνουν συχνότερα τρόφιμα με υψηλή περιεκτικότητα σε χρώματα και έχουν μικρότερη σωματική μάζα. Παράλληλα, η ανωριμότητα των ηπατικών ενζύμων και των μηχανισμών μεταφοράς στο έντερο μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο οι χρωστικές μεταβολίζονται και αποβάλλονται από τον οργανισμό, αυξάνοντας ενδεχομένως τη συστηματική έκθεση στους μεταβολίτες τους.
Κλινικές δοκιμές, πειραματικές μελέτες σε ζώα και αξιολογήσεις από ρυθμιστικές αρχές έχουν συνδέσει ορισμένες χρωστικές με μεταβολές στη συμπεριφορά, αλλεργικές αντιδράσεις, καθώς και με νεότερες ανησυχίες που αφορούν τον άξονα εντέρου–εγκεφάλου.
Τι είναι οι χρωστικές τροφίμων;
Οι τεχνητές χρωστικές προστίθενται συχνά σε επεξεργασμένα τρόφιμα και ποτά για να εξασφαλίζουν έντονο και σταθερό χρώμα, καθώς και ομοιόμορφη εμφάνιση. Μεταξύ των πιο συχνά χρησιμοποιούμενων πιστοποιημένων χρωστικών περιλαμβάνονται το Red No. 40 (Allura Red), το Yellow No. 5 (Tartrazine), το Yellow No. 6 (Sunset Yellow) και το Blue No. 1 (Brilliant Blue).
Το Red No. 40 συναντάται σε αθλητικά ποτά, καραμέλες, καρυκεύματα και δημητριακά, ενώ το Yellow No. 5 χρησιμοποιείται σε καραμέλες, αναψυκτικά, ζελεδάκια, γαριδάκια, πατατάκια και δημητριακά πρωινού. Το Yellow No. 6 βρίσκεται συχνά σε καραμέλες, σάλτσες, αρτοσκευάσματα και φρούτα σε κονσέρβα, ενώ το Blue No. 1 περιέχεται σε παγωτά, κονσερβοποιημένα μπιζέλια, έτοιμες σούπες, γρανίτες και γλάσα.
Οι χρωστικές αυτές έχουν εγκριθεί από μεγάλες ρυθμιστικές αρχές, ωστόσο οι επιτρεπόμενες χρήσεις και οι απαιτήσεις επισήμανσης διαφέρουν από χώρα σε χώρα.
Πιθανές επιπτώσεις των χρωστικών στην υγεία των παιδιών
ΔΕΠΥ και συμπεριφορά
Η διαταραχή της σηματοδότησης της ντοπαμίνης, καθώς και η ανοσολογικά μεσολαβούμενη απελευθέρωση ισταμίνης, έχουν προταθεί ως πιθανοί μηχανισμοί μέσω των οποίων οι χρωστικές τροφίμων μπορεί να επηρεάζουν τη διέγερση και τη συμπεριφορά σε ευαίσθητα παιδιά. Η ερυθροζίνη (Red No. 3) έχει μελετηθεί ειδικά για τις επιδράσεις της στη θυρεοειδική λειτουργία και στα νευροσυμπεριφορικά αποτελέσματα.
Συστηματικές ανασκοπήσεις παιδιατρικών κλινικών δοκιμών έχουν δείξει ότι σε σημαντικό ποσοστό των μελετών καταγράφηκε συσχέτιση μεταξύ έκθεσης σε συνθετικές χρωστικές και δυσμενών συμπεριφορικών εκβάσεων, ενώ σε πολλές περιπτώσεις τα αποτελέσματα ήταν στατιστικά σημαντικά. Παράλληλα, τοξικολογικές μελέτες σε ζώα ενίσχυσαν τη βιολογική τεκμηρίωση αυτών των ευρημάτων.
Αλλεργικές αντιδράσεις
Οι αζωχρωστικές, όπως η ταρτραζίνη, μπορούν να μετατραπούν στον οργανισμό σε αρωματικές αμίνες, οι οποίες ενδέχεται να δρουν ως ευαισθητοποιητές. Κλινικές αναφορές έχουν περιγράψει κνίδωση, κνησμό και συμπτώματα που μοιάζουν με άσθμα μετά από έκθεση σε ευαίσθητα άτομα.
Παιδιατρικές ανασκοπήσεις αναφέρουν σταθερά την εμφάνιση αλλεργικών και ψευδοαλλεργικών αντιδράσεων που σχετίζονται με την κατανάλωση συνθετικών χρωστικών, ιδιαίτερα σε παιδιά με αλλεργικό υπόβαθρο.
Αλληλεπιδράσεις με το μικροβίωμα του εντέρου
Οι αζωχρωστικές μπορούν να διασπαστούν από ένζυμα του εντερικού μικροβιώματος πριν απορροφηθούν. Έχει επισημανθεί ότι οι μεταβολίτες που προκύπτουν από αυτή τη μικροβιακή δράση χρειάζονται περαιτέρω τοξικολογική αξιολόγηση, καθώς ενδέχεται να επηρεάζουν τον άξονα εντέρου–εγκεφάλου.
Μελέτες σε τρωκτικά έχουν δείξει ότι η χρόνια έκθεση σε ορισμένες συνθετικές χρωστικές μπορεί να προκαλέσει διαταραχές στο μικροβίωμα, εντερική φλεγμονή και οξειδωτικό στρες, υποδεικνύοντας πιθανούς μηχανισμούς που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε συστηματικές και νευροσυμπεριφορικές επιδράσεις.
Καρκινογένεση
Ορισμένες χρωστικές, όπως η ερυθροζίνη και το αμαράνθιο, έχουν δείξει γονιδιοτοξικές ή προαγωγικές της ανάπτυξης όγκων επιδράσεις σε ζωικά μοντέλα, όταν χορηγήθηκαν σε υψηλές δόσεις. Τα σημερινά αποδεκτά ημερήσια όρια βασίστηκαν κυρίως σε παλαιότερες τοξικολογικές μελέτες που δεν αξιολόγησαν νευροσυμπεριφορικούς δείκτες ή παραμέτρους που σχετίζονται με το μικροβίωμα, γεγονός που έχει οδηγήσει σε αιτήματα για επαναξιολόγηση με σύγχρονες μεθόδους.








