Μέχρι σήμερα, η αντιμετώπιση του καρκίνου βασίζεται κυρίως στη χειρουργική επέμβαση, τη χημειοθεραπεία, την ακτινοθεραπεία και, πιο πρόσφατα, στην ανοσοθεραπεία, δηλαδή στη χρήση φαρμάκων που ενεργοποιούν το ίδιο το ανοσοποιητικό σύστημα ώστε να επιτεθεί στους όγκους.
Η διατροφή, ωστόσο, είχε μέχρι τώρα έναν υποστηρικτικό ρόλο, με στόχο κυρίως να διατηρούνται οι ασθενείς σε καλή κατάσταση κατά τη διάρκεια της θεραπείας και όχι να λειτουργεί ως θεραπεία από μόνη της.
Όμως, μελέτη που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature έδειξε ότι η αφαίρεση δύο αμινοξέων, της αργινίνης και της προλίνης, από τη διατροφή ποντικών με νευροβλάστωμα, έναν επιθετικό καρκίνο των νευρικών κυττάρων που εμφανίζεται κυρίως στην παιδική ηλικία, έκανε τους όγκους λιγότερο επιθετικούς.
Η αργινίνη και η προλίνη είναι κοινά αμινοξέα και βρίσκονται σε τρόφιμα πλούσια σε πρωτεΐνη, όπως το κρέας, τα ψάρια, τα αυγά και τα γαλακτοκομικά.
Σύμφωνα με τους ίδιους, αυτή η νέα και πρωτοποριακή προσέγγιση ενδέχεται να αποδειχθεί χρήσιμη τόσο για παιδιά που πάσχουν από έναν από τους πιο δύσκολους στη θεραπεία καρκίνους όσο και για ενήλικες με μεσοθηλίωμα, έναν σπάνιο αλλά ιδιαίτερα επιθετικό καρκίνο που σχετίζεται με την έκθεση στον αμίαντο.
Τι έδειξε η μελέτη
Οι επιστήμονες στο Παιδιατρικό Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Ζυρίχης στην Ελβετία χορήγησαν στα ποντίκια μια ειδικά σχεδιασμένη διατροφή χωρίς αργινίνη και προλίνη. Τα κύτταρα του νευροβλαστώματος χρησιμοποιούν αυτά τα αμινοξέα για να παράγουν πολυαμίνες, χημικές ενώσεις που τα βοηθούν να αναπτύσσονται και να πολλαπλασιάζονται.
«Ο στόχος ήταν να εκμεταλλευτούμε μια αδυναμία στον μεταβολισμό του καρκίνου, δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί τα θρεπτικά συστατικά», εξήγησε ο Raphael Morscher, παιδοογκολόγος στο νοσοκομείο και εκ των βασικών ερευνητών της μελέτης.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ακόμη πιο εντυπωσιακά αποτελέσματα όταν τα ποντίκια έλαβαν παράλληλα και το φάρμακο DFMO, το οποίο χρησιμοποιείται ήδη στη θεραπεία του νευροβλαστώματος και περιορίζει την παραγωγή πολυαμινών. Όταν οι δύο παρεμβάσεις συνδυάστηκαν, οι όγκοι συρρικνώθηκαν και τα ποσοστά επιβίωσης διπλασιάστηκαν.
«Η απομάκρυνση της αργινίνης και της προλίνης στερεί από τα καρκινικά κύτταρα τα απαραίτητα συστατικά για την παραγωγή πολυαμινών», ανέφερε ο Morscher. «Ο συνδυασμός της διατροφικής παρέμβασης με το φάρμακο ενισχύει τη δράση μιας ήδη εγκεκριμένης θεραπείας».
Παρά τα ενθαρρυντικά ευρήματα, οι ερευνητές επισημαίνουν ότι θα ήταν επικίνδυνο να εφαρμοστούν τόσο αυστηρές δίαιτες σε πολύ μικρά παιδιά, καθώς τα περισσότερα περιστατικά νευροβλαστώματος αφορούν παιδιά κάτω των πέντε ετών. Για τον λόγο αυτό, στόχος τους είναι να αναπαράγουν το ίδιο αποτέλεσμα με φαρμακευτικά μέσα που αφαιρούν τα δύο αμινοξέα από το αίμα, στερώντας ουσιαστικά τον καρκίνο από τα «καύσιμά» του. Η πρώτη κλινική δοκιμή της μεθόδου σε ανθρώπους αναμένεται να ξεκινήσει μέσα στον επόμενο χρόνο.
Η ίδια στρατηγική, δηλαδή η στέρηση βασικών αμινοξέων από τα καρκινικά κύτταρα, έχει ήδη δείξει αποτελεσματικότητα και σε ενήλικες. Μεγάλη διεθνής μελέτη που δημοσιεύτηκε νωρίτερα φέτος στο JAMA Oncology έδειξε ότι η προσθήκη μιας εβδομαδιαίας ένεσης του φαρμάκου pegargiminase, το οποίο αφαιρεί την αργινίνη από το αίμα, στη συνήθη χημειοθεραπεία, αύξησε την επιβίωση ασθενών με μη επιθηλιοειδές μεσοθηλίωμα, καρκίνο που σχετίζεται με την έκθεση στον αμίαντο.
Με την αφαίρεση της αργινίνης από το αίμα, η pegargiminase θέτει τα καρκινικά κύτταρα σε συνεχή μεταβολικό στρες, καθιστώντας τα πιο αδύναμα, επιβραδύνοντας την ανάπτυξή τους και δυσκολεύοντας την επιδιόρθωση των βλαβών τους.
Όταν στη συνέχεια προστίθεται και η χημειοθεραπεία, τα φάρμακα έχουν ευκολότερο έργο να εξαλείψουν τα κύτταρα. Οι ασθενείς που έλαβαν τον συνδυασμό θεραπειών έζησαν κατά μέσο όρο περίπου 9.3 μήνες, έναντι 7.7 μηνών για όσους έλαβαν μόνο χημειοθεραπεία, ενώ η τριετής επιβίωση ήταν τέσσερις φορές υψηλότερη.
Ο Peter Szlosarek, καθηγητής ιατρικής ογκολογίας στο Barts Cancer Institute και επικεφαλής της μελέτης, εξήγησε ότι σε ορισμένους όγκους, όπως το μεσοθηλίωμα και κάποιοι καρκίνοι του εγκεφάλου, απουσιάζει το γονίδιο ASS1. Αυτό σημαίνει ότι τα καρκινικά κύτταρα δεν μπορούν να παράγουν μόνα τους αργινίνη και εξαρτώνται από αυτήν που κυκλοφορεί στο αίμα.
«Η pegargiminase διασπά την αργινίνη στο αίμα, στερώντας ουσιαστικά από τους καρκίνους που εξαρτώνται από αυτήν το βασικό τους θρεπτικό συστατικό», ανέφερε, προσθέτοντας ότι τα υγιή κύτταρα δεν επηρεάζονται.
Τόνισε, ωστόσο, ότι τα ίδια αποτελέσματα δεν μπορούν να επιτευχθούν μόνο με τη διατροφή, καθώς ακόμη και αν κάποιος σταματήσει να καταναλώνει αργινίνη, ο οργανισμός συνεχίζει να παράγει μικρές ποσότητες στα νεφρά, από άλλα αμινοξέα. Αυτή η ποσότητα είναι αρκετή για να συνεχίσει να τροφοδοτεί έναν όγκο.
Η διατροφή στο «μικροσκόπιο» των ερευνητών κατά του καρκίνου
Παράλληλα, και άλλα αμινοξέα βρίσκονται στο επίκεντρο της έρευνας ως πιθανοί στόχοι αντικαρκινικών θεραπειών.
Μελέτη του 2023 στο Nature Metabolism έδειξε ότι ο περιορισμός της μεθειονίνης, αμινοξέος που περιέχεται στα αυγά, τα ψάρια, το κρέας και τους ξηρούς καρπούς, ενίσχυσε την αποτελεσματικότητα της χημειοθεραπείας σε ποντίκια με καρκίνο του εντέρου και του μαστού.
Στις ΗΠΑ βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη κλινικές δοκιμές, ώστε να διαπιστωθεί αν ο περιορισμός της μεθειονίνης μπορεί να εφαρμοστεί με ασφάλεια παράλληλα με τις καθιερωμένες αντικαρκινικές θεραπείες.
Επιπλέον, μελέτη του 2018 στο Nature έδειξε ότι η μείωση της ασπαραγίνης, είτε μέσω διατροφής είτε με τη χρήση του φαρμάκου ασπαραγινάση, περιόρισε την εξάπλωση του καρκίνου του μαστού σε ποντίκια.
Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι η στόχευση του μεταβολισμού του καρκίνου αποτελεί μια πολλά υποσχόμενη κατεύθυνση, ωστόσο δεν μπορούν όλα τα αποτελέσματα από μελέτες σε ζώα να μεταφερθούν με ασφάλεια στους ανθρώπους.
Ο Bernard Corfe, καθηγητής ανθρώπινης διατροφής και υγείας στο Πανεπιστήμιο του Newcastle, προειδοποίησε ότι οι αυστηρά περιοριστικές δίαιτες ενδέχεται να είναι επικίνδυνες.
«Δεν υπάρχουν αξιόπιστα επιστημονικά δεδομένα που να δείχνουν ότι η διατροφή από μόνη της μπορεί να θεραπεύσει έναν καρκίνο», ανέφερε. «Ο περιορισμός της πρόσληψης πρωτεΐνης μπορεί να προκαλέσει σοβαρές βλάβες, καθώς ο οργανισμός τη χρειάζεται για τη διατήρηση της μυϊκής μάζας, την επιδιόρθωση των ιστών και τη στήριξη του ανοσοποιητικού συστήματος κατά τη διάρκεια απαιτητικών θεραπειών, όπως η χημειοθεραπεία και η ακτινοθεραπεία».
Ο John Riches, κλινικός λέκτορας στην ανοσομεταβολική έρευνα του καρκίνου στο Barts Cancer Institute, πρόσθεσε ότι κάθε δίαιτα με έλλειψη αμινοξέων πρέπει να σχεδιάζεται με ιδιαίτερη προσοχή, ώστε να αποφεύγεται ο υποσιτισμός, ειδικά στα παιδιά.
Παρά τις επιφυλάξεις, ο Morscher εμφανίζεται πεπεισμένος ότι η αλλαγή των διατροφικών συνηθειών θα μπορούσε να αποτελέσει επαναστατικό εργαλείο στη θεραπεία ορισμένων καρκίνων. «Βρισκόμαστε πλέον στην εποχή της υγείας ακριβείας», ανέφερε. «Αυτή η μελέτη αποτελεί σημείο καμπής στον τρόπο με τον οποίο αξιοποιούμε τη διατροφή στην αντιμετώπιση του καρκίνου».








