Η ανοσοθεραπεία είναι μια σύγχρονη αντικαρκινική μέθοδος που αξιοποιεί το ίδιο το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού για να επιτεθεί στα καρκινικά κύτταρα, η οποία έχει αποδειχτεί ιδιαίτερα αποτελεσματική σε πολλούς τύπους καρκίνου, όπως είναι ο καρκίνος του πνεύμονας και των νεφρών. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα είναι συχνά αρκετά χαμηλή για ασθενείς με καρκίνο του ήπατος, γεγονός ανησυχητικό, καθώς τα περιστατικά του συγκεκριμένου καρκίνου έχουν σχεδόν τριπλασιαστεί τα τελευταία σαράντα χρόνια.
Για να κατανοήσουν τους λόγους αυτής της αντίστασης, επιστήμονες του Ινστιτούτου Salk μελέτησαν πώς αλληλεπιδρά το ανοσοποιητικό σύστημα με το ήπαρ. Χρησιμοποιώντας μοντέλα ποντικών και δείγματα ανθρώπινων όγκων, ανακάλυψαν ότι ορισμένα χολικά οξέα (μόρια που βοηθούν στην πέψη των λιπών) παρεμβαίνουν στη λειτουργία των Τ κυττάρων, των ανοσοκυττάρων που καταπολεμούν τον καρκίνο.
Η ερευνητική ομάδα εντόπισε συγκεκριμένα χολικά οξέα που συνδέονταν με εξασθένηση της λειτουργίας των Τ κυττάρων και ταχύτερη ανάπτυξη των όγκων. Όταν εμπόδισαν την παραγωγή αυτών των οξέων, η ανάπτυξη των όγκων επιβραδύνθηκε ή σταμάτησε. Αντίθετα, το ουρσοδεοξυχολικό οξύ (UDCA) ενίσχυσε τη δραστηριότητα των Τ κυττάρων στο ήπαρ. Όταν οι ερευνητές αύξησαν τα επίπεδα UDCA μέσω συμπληρωμάτων, οι όγκοι στα ποντίκια συρρικνώθηκαν. Επειδή τα συμπληρώματα UDCA χρησιμοποιούνται ήδη σε άλλες παθήσεις του ήπατος, οι επιστήμονες εκτιμούν ότι θα μπορούσαν να κάνουν την ανοσοθεραπεία πιο αποτελεσματική για ασθενείς με καρκίνο του ήπατος.
Η μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Science, εξηγεί γιατί τα ανοσοκύτταρα συμπεριφέρονται διαφορετικά ανάλογα με το σημείο του όγκου και ανοίγει νέους δρόμους για πιο στοχευμένες θεραπείες.
«Πώς επηρεάζουν οι ιδιότητες κάθε οργάνου την ανοσολογική απόκριση;» διερωτήθηκε η καθηγήτρια Susan Kaech, επικεφαλής της μελέτης και διευθύντρια του NOMIS Center for Immunobiology and Microbial Pathogenesis στο Ινστιτούτο Salk. «Το ήπαρ έχει ένα ιδιαίτερο περιβάλλον, αλλά δεν γνωρίζαμε ακριβώς πώς επηρέαζε τα ανοσοκύτταρα και τα καρκινικά κύτταρα. Μελετώντας αυτά τα χαρακτηριστικά, εντοπίσαμε πιθανούς τρόπους ρύθμισης των χολικών οξέων, βελτίωσης της λειτουργίας των Τ κυττάρων και ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας της θεραπείας».
Το ήπαρ παράγει περισσότερους από 100 τύπους χολικών οξέων, τα οποία βοηθούν στην πέψη των λιπαρών μέσω του εντέρου. Για να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τον καρκίνο, τα Τ κύτταρα πρέπει να λειτουργούν σωστά μέσα σε αυτό το χημικά πλούσιο περιβάλλον. Προηγούμενες έρευνες είχαν συνδέσει τα αυξημένα επίπεδα χολικών οξέων με κακή υγεία και εξέλιξη του καρκίνου, χωρίς όμως να έχει αποσαφηνιστεί ο ρόλος κάθε μεμονωμένου οξέος.
«Έχουμε ήδη ένα σημαντικό προβάδισμα για να περάσουμε στην κλινική εφαρμογή, καθώς το UDCA χρησιμοποιείται ήδη για τη θεραπεία παθήσεων του ήπατος και θα μπορούσε εύκολα να δοκιμαστεί και στον καρκίνο του ήπατος», σημείωσε η Kaech. «Μας ενδιαφέρει επίσης να διερευνήσουμε τον ρόλο του μικροβιώματος του εντέρου, καθώς τα χολικά οξέα αποτελούν βασικό στοιχείο του. Πώς μπορούμε να επηρεάσουμε τα ‘καλά’ και ‘κακά’ βακτήρια ώστε να ρυθμίσουμε καλύτερα τα επίπεδα των χολικών οξέων; Πώς αλλάζει το μικροβίωμα κατά τη διάρκεια του καρκίνου του ήπατος; Θα μπορούσαν τα προβιοτικά να αποτελέσουν μια νέα θεραπευτική προσέγγιση;»