Το σογιέλαιο, το πιο διαδεδομένο μαγειρικό λάδι στις Ηνωμένες Πολιτείες και βασικό συστατικό σε πολλά επεξεργασμένα τρόφιμα, φαίνεται πως συμβάλλει στην παχυσαρκία, τουλάχιστον στα ποντίκια, μέσω ενός μηχανισμού που οι επιστήμονες αρχίζουν πλέον να κατανοούν.
Σε πείραμα που πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Ρίβερσαϊντ, τα περισσότερα ποντίκια που ακολουθούσαν διατροφή πλούσια σε λιπαρά από σογιέλαιο πήραν σημαντικό βάρος. Ωστόσο, μια ομάδα γενετικά τροποποιημένων ποντικιών δεν παρουσίασε την ίδια αύξηση. Τα συγκεκριμένα ποντίκια παρήγαγαν μια ελαφρώς διαφορετική μορφή μιας πρωτεΐνης του ήπατος που ρυθμίζει εκατοντάδες γονίδια που σχετίζονται με τον μεταβολισμό του λίπους. Η πρωτεΐνη αυτή φαίνεται επίσης να επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο ο οργανισμός επεξεργάζεται το λινελαϊκό οξύ, βασικό συστατικό του σογιελαίου.
«Αυτό ίσως είναι το πρώτο βήμα για να καταλάβουμε γιατί ορισμένοι άνθρωποι παίρνουν βάρος πιο εύκολα από άλλους όταν ακολουθούν διατροφή πλούσια σε σογιέλαιο», εξήγησε η βιοϊατρική επιστήμονας Sonia Deol, εκ των συγγραφέων της μελέτης που δημοσιεύθηκε στο Journal of Lipid Research.
Στον άνθρωπο υπάρχουν και οι δύο μορφές της ηπατικής πρωτεΐνης HNF4α, ωστόσο η εναλλακτική εκδοχή της παράγεται συνήθως μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, όπως σε χρόνιες ασθένειες ή σε μεταβολικό στρες που προκαλείται από νηστεία ή αλκοολική λιπώδη νόσο του ήπατος. Αυτή η παραλλαγή, μαζί με παράγοντες όπως η ηλικία, το φύλο, η φαρμακευτική αγωγή και η γενετική προδιάθεση, μπορεί να εξηγεί γιατί κάποιοι είναι πιο ευάλωτοι από άλλους στις μεταβολικές επιδράσεις του σογιελαίου.
Η έρευνα βασίστηκε σε προηγούμενη μελέτη της ίδιας επιστημονικής ομάδας, που είχε συνδέσει το σογιέλαιο με την αύξηση του σωματικού βάρους. «Από τη μελέτη μας το 2015 γνωρίζουμε ότι το σογιέλαιο συνδέεται περισσότερο με την παχυσαρκίας από το λάδι καρύδας», ανέφερε η καθηγήτρια κυτταρικής βιολογίας Frances Sladek. «Τώρα όμως έχουμε τα πιο ξεκάθαρα στοιχεία ότι δεν ευθύνεται το ίδιο το λάδι ή το λινελαϊκό οξύ, αλλά οι ουσίες στις οποίες μετατρέπονται τα λίπη μέσα στο σώμα».
Το λινελαϊκό οξύ μετατρέπεται σε μόρια που ονομάζονται οξυλιπίνες. Η υπερβολική πρόσληψή του μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα αυτών των μορίων, τα οποία συνδέονται με φλεγμονές και συσσώρευση λίπους.
Τα γενετικά τροποποιημένα ποντίκια της μελέτης είχαν πολύ λιγότερες οξυλιπίνες και πιο υγιές ήπαρ, παρότι κατανάλωναν την ίδια πλούσια σε σογιέλαιο διατροφή με τα υπόλοιπα ποντίκια. Εμφάνισαν επίσης καλύτερη μιτοχονδριακή λειτουργία, κάτι που μπορεί να εξηγεί γιατί δεν πήραν βάρος.
Οι ερευνητές εντόπισαν ότι οι ενώσεις που σχετίζονται με την παχυσαρκία είναι συγκεκριμένοι τύποι οξυλιπινών που προέρχονται από το λινελαϊκό και το άλφα-λινολενικό οξύ, ένα ακόμη λιπαρό οξύ που υπάρχει στο σογιέλαιο. Αυτές οι οξυλιπίνες ήταν απαραίτητες για την αύξηση βάρους στα κοινά ποντίκια.
Ωστόσο, τα γενετικά τροποποιημένα ποντίκια που ακολουθούσαν διατροφή χαμηλή σε λιπαρά παρουσίασαν επίσης υψηλά επίπεδα οξυλιπινών χωρίς να πάρουν βάρος, γεγονός που δείχνει ότι η παρουσία αυτών των μορίων από μόνη της δεν αρκεί. Άλλοι μεταβολικοί παράγοντες φαίνεται πως συμβάλλουν επίσης στην παχυσαρκία.
Η ανάλυση έδειξε ακόμη ότι τα τροποποιημένα ποντίκια είχαν πολύ χαμηλότερα επίπεδα δύο βασικών ομάδων ενζύμων που ευθύνονται για τη μετατροπή του λινελαϊκού οξέος σε οξυλιπίνες. Η λειτουργία αυτών των ενζύμων είναι παρόμοια σε όλα τα θηλαστικά, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων, και τα επίπεδά τους διαφέρουν ανάλογα με τη γενετική, τη διατροφή και άλλους παράγοντες.
Η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε επίσης ότι μόνο τα επίπεδα οξυλιπινών στο ήπαρ, και όχι στο αίμα, σχετίζονταν με το σωματικό βάρος. Αυτό σημαίνει ότι οι συνήθεις αιματολογικές εξετάσεις ενδέχεται να μην αποκαλύπτουν έγκαιρα τις μεταβολικές αλλαγές που προκαλούνται από τη διατροφή.
Επιπλέον, παρότι το σογιέλαιο δεν περιέχει χοληστερίνη, η μελέτη του UC Riverside έδειξε ότι η κατανάλωσή του συνδέεται με αυξημένα επίπεδα χοληστερίνης στα ποντίκια.
Οι επιστήμονες ερευνούν τώρα πώς ο σχηματισμός οξυλιπινών οδηγεί στην αύξηση βάρους και αν παρατηρούνται αντίστοιχα αποτελέσματα και με άλλα έλαια που περιέχουν υψηλές ποσότητες λινελαϊκού οξέος, όπως το καλαμποκέλαιο, το ηλιέλαιο και το έλαιο από σάφλορο.
«Το σογιέλαιο δεν είναι από μόνο του επιβλαβές», σημείωσε η Sladek. «Αλλά οι ποσότητες στις οποίες το καταναλώνουμε ενεργοποιούν μηχανισμούς που ο οργανισμός μας δεν έχει εξελιχθεί για να διαχειριστεί».
Αν και δεν υπάρχουν προς το παρόν προγραμματισμένες δοκιμές σε ανθρώπους, η επιστημονική ομάδα ελπίζει ότι τα ευρήματα αυτά θα συμβάλουν στον σχεδιασμό μελλοντικών ερευνών και στη διαμόρφωση διατροφικών πολιτικών.
«Πέρασαν 100 χρόνια από τότε που εντοπίστηκε για πρώτη φορά η σύνδεση ανάμεσα στη μάσηση καπνού και τον καρκίνο, μέχρι να μπουν προειδοποιήσεις στα πακέτα τσιγάρων», ανέφερε η Sladek. «Ελπίζουμε να μη χρειαστεί τόσος χρόνος για να αναγνωριστεί η σχέση μεταξύ υπερβολικής κατανάλωσης σογιελαίου και αρνητικών επιπτώσεων στην υγεία».








