Η στυτική δυσλειτουργία επηρεάζει πάνω από το 50% των ανδρών. Παρότι η ύπαρξή της είναι προγνωστικός παράγοντας εμφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων, σε ένα μεγάλο ποσοστό ανδρών αποτελεί σύμπτωμα μιας άλλης πάθησης, της νόσου Peyronie. Ένας τραυματισμός του πέους κατά τη σεξουαλική επαφή μπορεί να καταστήσει τη στύση επώδυνη ή αδύνατη και να τους στερήσει την απόλαυση του σεξ.
Η συγκεκριμένη νόσος εμφανίζεται στο 3% έως 10% των ενήλικων ανδρών, ηλικίας μεταξύ 45 και 60, χωρίς να αποκλείεται η εμφάνισή της σε μεγαλύτερους. Περίπου το 75% των πασχόντων παρουσιάζουν και στυτική δυσλειτουργία. Μελέτες έχουν δείξει ότι το 22–54% αυτών συχνά δυσκολεύονται να έχουν στύσεις αρκετά ισχυρές για σεξουαλική επαφή.
Και οι δύο παθήσεις οδηγούν σε αυξημένο κίνδυνο κατάθλιψης, χαμηλής αυτοεκτίμησης και δυσκολιών στη συντροφική σχέση και τελικά σε έκπτωση της ποιότητας ζωής τόσο του άνδρα όσο και της συντρόφου του. Η αναγνώριση της σύνδεσης μεταξύ της στυτικής δυσλειτουργίας και της νόσου Peyronie είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική θεραπεία.
«Τελευταία υπάρχει μια αυξανόμενη αναγνώριση της σχέσης μεταξύ νόσου Peyronie και στυτικής δυσλειτουργίας. Παρότι μπορούν να εμφανιστούν ανεξάρτητα, όταν σχετίζονται η αντιμετώπιση της μιας πάθησης χωρίς να ληφθεί υπόψη η άλλη, μπορεί να οδηγήσει σε ελλιπή θεραπευτικά αποτελέσματα» τονίζει ο Χειρουργός Ανδρολόγος Ουρολόγος δρ Αναστάσιος Λιβάνιος.
Η στυτική δυσλειτουργία χαρακτηρίζεται από την αδυναμία επίτευξης ή διατήρησης στύσης επαρκούς για ικανοποιητική σεξουαλική απόδοση. Οφείλεται σε διάφορες αιτίες, συμπεριλαμβανομένων ψυχολογικών παραγόντων, όπως το άγχος και η κατάθλιψη, καθώς και σωματικών προβλημάτων όπως ο διαβήτης, οι καρδιαγγειακές παθήσεις και οι ορμονικές ανισορροπίες. Οι επιπτώσεις της επεκτείνονται πέρα από τα σωματικά συμπτώματα - συχνά οδηγεί σε συναισθηματική δυσφορία και προβλήματα σχέσεων.
Τι είναι η νόσος Peyronie
Από την άλλη πλευρά, η νόσος Peyronie περιλαμβάνει την ανάπτυξη ουλώδους ιστού (συχνά αναφερόμενος ως πλάκα) στο εσωτερικό του πέους - στα σηραγγώδη σώματα και τον σπογγώδη στυτικό ιστό. Με την πάροδο του χρόνου, αυτή η πλάκα συσσωρεύεται και εμποδίζει το πέος να διασταλεί κανονικά, προκαλώντας κάμψη του προς τα πάνω ή προς τη μία πλευρά και σπανιότερα προς τα κάτω, αλλαγές που οδηγούν σε βράχυνσή του, σε επώδυνες στύσεις και τελικά σε αδυναμία επίτευξής τους. Η κατάσταση αυτή όχι μόνο περιπλέκει τη σεξουαλική επαφή, αλλά συμβάλλει και στη στυτική δυσλειτουργία σε πολλές περιπτώσεις.
Δεν είναι σαφές τι προκαλεί τη νόσο Peyronie. Η κύρια θεωρία υποστηρίζει τον επαναλαμβανόμενο τραυματισμό του πέους κατά τη διάρκεια του σεξ. Έρευνες έχουν δείξει ότι οι άνδρες που έχουν πιο έντονη ή συχνή σεξουαλική επαφή είναι πιο πιθανό να την αναπτύξουν. Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο International Journal of Impotence Research έδειξε ότι το κάταγμα πέους αυξάνει τον κίνδυνο τόσο στυτικής δυσλειτουργίας όσο και νόσου Peyronie, ειδικά σε εκείνους που αντιμετωπίζονται με συντηρητικά μέτρα ή στους άνδρες άνω των 45 ετών, σε σύγκριση με τους νεότερους ασθενείς.
Επίσης, όσοι έχουν υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση για αφαίρεση προστάτη τείνουν να διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο, όπως και όσοι έχουν οικογενειακό ιστορικό της νόσου ή ατομικό ιστορικό σχηματισμού ουλώδους ιστού και σε άλλα μέρη του σώματος.
«Η νόσος Peyronie έχει δύο φάσεις: την ενεργή και την παθητική. Η πρώτη διαρκεί από 3-12 μήνες. Κατά τη διάρκειά της σχηματίζεται ο ιστός και παρατηρούνται αλλαγές στο σχήμα και στην καμπυλότητα του πέους. Επίσης, σε αυτή τη φάση εμφανίζεται ο πόνος.
Αφού ολοκληρωθεί, ο πόνος συνήθως έχει υποχωρήσει και σ’ αυτήν την παθητική πλέον φάση εμφανίζεται η στυτική δυσλειτουργία», διευκρινίζει ο δρ Λιβάνιος.
Η αλληλεπίδραση των δύο παθήσεων μπορεί να αποδοθεί σε διάφορους φυσιολογικούς μηχανισμούς. Για παράδειγμα, ο σχηματισμός πλάκας μπορεί να διαταράξει τη ροή του αίματος κατά τη διάρκεια της διέγερσης, οδηγώντας σε δυσκολίες στην επίτευξη στύσης. Επιπλέον, η ψυχολογική επιβάρυνση των πασχόντων εξαιτίας της νόσου -όπως η αμηχανία ή ο φόβος του πόνου- μπορεί να συμβάλει στη στυτική δυσλειτουργία.
Θεραπεία
«Όσον αφορά στη θεραπεία, είναι ζωτικής σημασίας να υιοθετείται μια ολιστική προσέγγισης στους ασθενείς που παρουσιάζουν οποιαδήποτε από τις δύο παθήσεις. Οι επιλογές για τη θεραπεία της στυτικής δυσλειτουργίας περιλαμβάνουν φάρμακα από το στόμα, κρουστικά κύματα, αντλίες κενού αέρος και ενέσεις, ενώ για την αντιμετώπιση της νόσου Peyronie (δεν υπάρχει θεραπεία) μπορεί να απαιτηθούν θεραπείες που κυμαίνονται από φαρμακευτική αγωγή έως χειρουργική επέμβαση. Κύριος στόχος είναι με τη συντηρητική θεραπευτική αντιμετώπιση να διακοπεί η εξέλιξη της νόσου, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η προοδευτική επιδείνωση.
Το σημαντικό είναι η σωστή διάγνωση, η οποία γίνεται με τη λήψη ιστορικού, κλινική εξέταση, υπερηχογράφημα και σπανιότερα με άλλες απεικονιστικές μεθόδους και η αναγνώριση της σύνδεσης μεταξύ της στυτικής δυσλειτουργίας και της νόσου Peyronie.
Με την εφαρμογή ολοκληρωμένων στρατηγικών φροντίδας οι άνδρες που βιώνουν και τις δύο καταστάσεις μπορούν να έχουν σεξουαλική ζωή, αρκεί να ζητήσουν βοήθεια από ειδικούς στη σεξουαλική υγεία ουρολόγους αμέσως μόλις παρατηρήσουν κάμψη του πέους, σκληρά σημεία σε αυτό και πόνο.
Η καθυστέρηση συνεπάγεται μονιμοποίηση του προβλήματος. Γι’ αυτό όσο πιο γρήγορα μιλήσουν στον γιατρό για το πρόβλημα που τους απασχολεί τόσο λιγότερες θα είναι οι επιπτώσεις στην υγεία και στην ποιότητα ζωής τους», καταλήγει ο δρ Λιβάνιος.