Μια νέα ανακάλυψη για τη νόσο του Πάρκινσον φέρνει τους επιστήμονες πιο κοντά στην ανακάλυψη νέων θεραπειών για τη νευροεκφυλιστική αυτή ασθένεια. Ειδικότερα, σε σχετική μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature Communications, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι μια επιφανειακή πρωτεΐνη των εγκεφαλικών κυττάρων, η Aplp1, φαίνεται να παίζει ρόλο στη μετάδοση της ουσίας που ευθύνεται για τη νόσο Πάρκινσον από κύτταρο σε κύτταρο στον εγκέφαλο.
Και τα καλά νέα είναι πως, σύμφωνα με τους επιστήμονες, ένα αντικαρκινικό φάρμακο, ήδη εγκεκριμένο σε Ευρώπη και ΗΠΑ, φάνηκε να εμποδίζει αυτή τη διαδικασία σε πειράματα με ποντίκια. Το φάρμακο στοχεύει μια άλλη πρωτεΐνη, τη Lag3, η οποία αλληλεπιδρά με την Aplp1, κάτι που υποδηλώνει ότι μπορεί να υπάρχει ήδη μια πιθανή θεραπεία για τη νόσο Πάρκινσον.
Συγκεκριμένα, πρόκειται για το φάρμακο nivolumab/relatlimab, που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία του μελανώματος και περιέχει αντίσωμα Lag3.
«Τώρα που γνωρίζουμε πώς αλληλεπιδρούν οι Aplp1 και Lag3, έχουμε έναν νέο τρόπο να κατανοήσουμε πώς η άλφα-συνουκλεΐνη συμβάλλει στην εξέλιξη της νόσου Πάρκινσον. Τα ευρήματά μας δείχνουν επίσης ότι η στόχευση αυτής της αλληλεπίδρασης με φάρμακα θα μπορούσε να επιβραδύνει σημαντικά την εξέλιξη της νόσου Πάρκινσον και άλλων νευροεκφυλιστικών παθήσεων», εξήγησε σχετικά η νευροεπιστήμονας Xiaobo Mao από το Πανεπιστήμιο Johns Hopkins.
Η νόσος Πάρκινσον είναι προοδευτική και προς το παρόν ανίατη. Συνήθως διαγιγνώσκεται όταν αρχίσουν να εμφανίζονται τα συμπτώματα, όπως τρόμος, δυσκαμψία, προβλήματα ισορροπίας, δυσκολίες στην ομιλία, διαταραχές ύπνου και ψυχικά προβλήματα. Στα προχωρημένα στάδια, οι ασθενείς μπορεί να δυσκολεύονται να περπατήσουν ή να μιλήσουν.
Τα περισσότερα συμπτώματα οφείλονται στην απώλεια ή τη δυσλειτουργία των νευρώνων που παράγουν ντοπαμίνη σε μια περιοχή του εγκεφάλου που σχετίζεται με τον έλεγχο των κινήσεων, τη μέλαινα ουσία. Πιστεύεται ότι αυτό προκαλείται από τα σωμάτια Lewy, δηλαδή ανώμαλα συσσωματώματα πρωτεΐνης που αποτελούνται κυρίως από εσφαλμένα διπλωμένη άλφα-συνουκλεΐνη και μετακινούνται από νευρώνα σε νευρώνα.
Αν και η άλφα-συνουκλεΐνη φυσιολογικά βοηθά τους νευρώνες να επικοινωνούν μεταξύ τους, όταν διπλώνεται εσφαλμένα και γίνεται αδιάλυτη μπορεί να προκαλέσει σοβαρές βλάβες. Ωστόσο, παραμένει δύσκολο να καθοριστεί αν πρόκειται για αιτία ή αποτέλεσμα της νόσου Πάρκινσον.
Προηγούμενες μελέτες σε ποντίκια είχαν δείξει ότι η Lag3 συνδέεται με την άλφα-συνουκλεΐνη και συμβάλλει στη διάδοση των παθολογικών αλλοιώσεων της νόσου στους νευρώνες. Αν και η απενεργοποίηση της Lag3 επιβράδυνε σημαντικά αυτή τη διαδικασία, δεν την απέτρεψε πλήρως, γεγονός που υποδήλωνε ότι υπήρχε και άλλη πρωτεΐνη που συμμετείχε στην απορρόφηση της εσφαλμένα διπλωμένης άλφα-συνουκλεΐνης.
«Η προηγούμενη εργασία μας είχε δείξει ότι η Lag3 δεν ήταν η μόνη επιφανειακή πρωτεΐνη που βοηθούσε τους νευρώνες να απορροφούν την άλφα-συνουκλεΐνη, γι’ αυτό επικεντρωθήκαμε στην Aplp1 στα πιο πρόσφατα πειράματά μας», είχε εξηγήσει η νευροεπιστήμονας Valina Dawson από το Πανεπιστήμιο Johns Hopkins.
Οι επιστήμονες πραγματοποίησαν πειράματα σε γενετικά τροποποιημένα ποντίκια, στα οποία έλειπε είτε η Aplp1 είτε η Lag3 είτε και οι δύο. Διαπίστωσαν ότι κάθε μία από τις δύο πρωτεΐνες μπορεί ανεξάρτητα να βοηθήσει τα εγκεφαλικά κύτταρα να απορροφήσουν την επιβλαβή άλφα-συνουκλεΐνη, αλλά όταν συνυπάρχουν, η απορρόφηση αυξάνεται σημαντικά.
Όταν έλειπαν και οι δύο πρωτεΐνες, η ποσότητα της άλφα-συνουκλεΐνης που έμπαινε στα υγιή εγκεφαλικά κύτταρα ήταν μειωμένη κατά 90%, γεγονός που δείχνει ότι ο συνδυασμός της έλλειψης των δύο πρωτεϊνών μπλοκάρει πολύ αποτελεσματικότερα τη διείσδυση της τοξικής πρωτεΐνης σε σχέση με τη διαγραφή μόνο της μίας.
Οι ερευνητές χορήγησαν σε φυσιολογικά ποντίκια το φάρμακο nivolumab/relatlimab και διαπίστωσαν ότι το φάρμακο εμπόδισε την αλληλεπίδραση των Aplp1 και Lag3, σταματώντας σχεδόν πλήρως τον σχηματισμό των τοξικών συσσωματωμάτων άλφα-συνουκλεΐνης στους νευρώνες.
«Το αντίσωμα κατά της Lag3 απέτρεψε την περαιτέρω εξάπλωση των συσσωματωμάτων άλφα-συνουκλεΐνης στα πειραματικά μοντέλα και έδειξε καλύτερη αποτελεσματικότητα σε σχέση με τη μείωση της Lag3, λόγω της στενής σχέσης της με την Aplp1», είχε αναφέρει ο νευροεπιστήμονας Ted Dawson από το Πανεπιστήμιο Johns Hopkins.
Το επόμενο βήμα θα είναι να δοκιμαστεί το αντίσωμα κατά της Lag3 σε πειραματικά μοντέλα της νόσου Πάρκινσον και της νόσου Αλτσχάιμερ, όπου η Lag3 έχει επίσης εντοπιστεί ως πιθανός θεραπευτικός στόχος.