Περίπου το ένα τρίτο της ζωής μας αφιερώνεται στον ύπνο, όμως το 30 έως 40% των ενηλίκων αναφέρει ότι υποφέρει από κάποια μορφή αϋπνίας.
Μια νέα μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Journal of Transport and Health, διαπίστωσε ότι η επιλογή της κατοικίας μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο όσον αφορά τον κίνδυνο της αϋπνίας.
Ειδικότερα, η ομάδα με επικεφαλής τον Daisuke Matsushita, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Osaka Metropolitan της Ιαπωνίας, ανακάλυψε ότι οι μεγάλες αποστάσεις στη μετακίνηση, ο θόρυβος και η φωτορύπανση των πυκνοκατοικημένων περιοχών επηρεάζουν αρνητικά τον ύπνο.
Ο χρόνος μετακίνησης υπολογίστηκε μέσω συστήματος αναζήτησης διαδρομών, με βάση το μέσο μεταφοράς και τους ταχυδρομικούς κώδικες κατοικίας και εργασίας των συμμετεχόντων. Η αϋπνία και η υπνηλία αξιολογήθηκαν με την Κλίμακα Αϋπνίας της Αθήνας και την Κλίμακα Υπνηλίας Epworth. Οι ερευνητές εξέτασαν επίσης αν οι σχέσεις αυτές παρέμεναν σταθερές αφού λήφθηκαν υπόψη δημογραφικοί και κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες.
Η ανάλυση έδειξε ότι, ακόμη και μετά την προσαρμογή για άλλους παράγοντες, οι μεγαλύτεροι χρόνοι μετακίνησης συνδέονταν με αϋπνία και ημερήσια υπνηλία, ενώ το μικρότερο μέγεθος κατοικίας συνδεόταν με αϋπνία. Διαπιστώθηκε επίσης ότι υπήρχε μια «ανταλλαγή» ανάμεσα στον χρόνο μετακίνησης και την επιφάνεια κατοικίας στις περιπτώσεις αϋπνίας. Για σπίτια που καλύπτουν το αστικό πρότυπο των 95 τ.μ. για τετραμελή οικογένεια, χρόνος μετακίνησης άνω των 52 λεπτών έφτανε το όριο εμφάνισης αϋπνίας.
«Οι επιλογές κατοικίας που λαμβάνουν υπόψη την ισορροπία ανάμεσα στην τοποθεσία και στο μέγεθος μπορούν να βελτιώσουν την ποιότητα ύπνου των μετακινούμενων και να μειώσουν τις οικονομικές απώλειες που συνδέονται με τον κακό ύπνο στις μεγάλες πόλεις», τόνισε ο Matsushita.