Ασθενείς με προχωρημένο καρκίνο του πνεύμονα ή του δέρματος που έκαναν εμβόλιο mRNA κατά του κορωνοϊού μέσα σε 100 ημέρες από την έναρξη ανοσοθεραπείας έζησαν σημαντικά περισσότερο σε σχέση με όσους δεν εμβολιάστηκαν, σύμφωνα με νέα ευρήματα ερευνητών.
Η ανακάλυψη, που προέρχεται από επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Φλόριντα και του Κέντρου Καρκίνου MD Anderson του Πανεπιστημίου του Τέξας, θεωρείται ορόσημο μετά από περισσότερα από δέκα χρόνια ερευνών πάνω σε θεραπείες με βάση το mRNA, οι οποίες στοχεύουν να «ενεργοποιήσουν» το ανοσοποιητικό σύστημα ενάντια στον καρκίνο. Βασισμένη σε προηγούμενη μελέτη του Πανεπιστημίου της Φλόριντα, η νέα παρατήρηση αποτελεί επίσης ένα σημαντικό βήμα προς τη δημιουργία ενός καθολικού εμβολίου κατά του καρκίνου που θα ενισχύει τα αποτελέσματα της ανοσοθεραπείας.
Τα αποτελέσματα, τα οποία προέρχονται από ανάλυση περισσότερων από 1.000 ιατρικών φακέλων ασθενών του MD Anderson, είναι προκαταρκτικά. Αν όμως επιβεβαιωθούν σε τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή που σχεδιάζεται ήδη, θα μπορούσαν να αλλάξουν τα δεδομένα στη θεραπεία του καρκίνου.
«Οι επιπτώσεις είναι τεράστιες: κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αλλάξει ριζικά τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τον καρκίνο», ανέφερε ο επικεφαλής ερευνητής Elias Sayour, παιδο-ογκολόγος στο UF Health και κάτοχος της έδρας Stop Children’s Cancer/Bonnie R. Freeman για την Έρευνα στην Παιδιατρική Ογκολογία. «Μπορούμε να σχεδιάσουμε ένα ακόμη πιο αποτελεσματικό, μη ειδικό εμβόλιο, που θα κινητοποιεί και θα ‘επαναφέρει’ την ανοσολογική απόκριση. Ένα καθολικό, έτοιμο προς χρήση εμβόλιο κατά του καρκίνου για όλους τους ασθενείς».
Ισχυρές οι θεραπείες με mRNA
«Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης αποδεικνύουν πόσο ισχυρές είναι οι θεραπείες με mRNA και ότι αλλάζουν ριζικά τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τον καρκίνο», ανέφερε ο Coller, κορυφαίος ερευνητής του mRNA και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins.
Τα ευρήματα παρουσιάστηκαν στο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ιατρικής Ογκολογίας (ESMO) 2025 στο Βερολίνο και βασίζονται σε οκτώ χρόνια ερευνών του Sayour, που συνδυάζει λιπιδικά νανοσωματίδια με mRNA. Το mRNA, ή αγγελιοφόρο RNA, υπάρχει σε κάθε κύτταρο και μεταφέρει τις γενετικές πληροφορίες που χρειάζονται για τη δημιουργία πρωτεϊνών.
Τον περασμένο Ιούλιο, το εργαστήριο του Sayour δημοσίευσε μια απροσδόκητη ανακάλυψη: για να προκληθεί ισχυρή αντικαρκινική αντίδραση, δεν χρειάζεται να στοχεύεται μια συγκεκριμένη πρωτεΐνη του όγκου. Αρκεί να «ξυπνά» το ανοσοποιητικό σύστημα, σαν να επρόκειτο να καταπολεμήσει έναν ιό.
Όταν το πειραματικό «μη ειδικό» εμβόλιο mRNA του Sayour συνδυάστηκε με κοινά αντικαρκινικά φάρμακα, τους λεγόμενους αναστολείς σημείων ελέγχου του ανοσοποιητικού, προκάλεσε ισχυρή αντικαρκινική απόκριση σε πειραματόζωα. Το εμβόλιο αυτό δεν είχε καμία σχέση με τον ιό της COVID-19 ή με κάποια συγκεκριμένη μορφή καρκίνου, αλλά στηριζόταν στην ίδια τεχνολογία με τα εμβόλια κατά του ιού.
Η ανακάλυψη αυτή οδήγησε τον πρώην συνεργάτη του εργαστηρίου και κύριο ερευνητή Adam Grippin, ο οποίος εκπαιδεύτηκε στο Κέντρο Preston A. Wells για τη Θεραπεία Όγκων του Εγκεφάλου του Πανεπιστημίου της Φλόριντα και πλέον εργάζεται στο MD Anderson, να αναρωτηθεί:
Μπορεί το εμβόλιο mRNA κατά της COVID-19 να λειτουργεί με παρόμοιο τρόπο;
Για να απαντήσουν, οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από ασθενείς με καρκίνο του πνεύμονα μη μικρών κυττάρων σταδίου 3 ή 4 και με μεταστατικό μελάνωμα, οι οποίοι είχαν λάβει ανοσοθεραπεία στο MD Anderson την περίοδο 2019-2023.
Διαπίστωσαν ότι όσοι είχαν κάνει εμβόλιο mRNA κατά του κορωνοϊού μέσα σε 100 ημέρες από την έναρξη της ανοσοθεραπείας ζούσαν σημαντικά περισσότερο.
Η πιο εντυπωσιακή διαφορά παρατηρήθηκε σε ασθενείς που, βάσει του μοριακού προφίλ του όγκου και άλλων παραγόντων, δεν αναμενόταν να παρουσιάσουν ισχυρή ανοσολογική απόκριση.
Όπως συμβαίνει με κάθε παρατηρητική μελέτη, τα ευρήματα χρειάζονται επιβεβαίωση μέσα από προοπτική, τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή. Παρόλα αυτά, η ανακάλυψη θεωρείται εξαιρετικά σημαντική.
«Αν και δεν έχει αποδειχθεί ότι υπάρχει αιτιώδης σχέση, αυτό είναι το είδος θεραπευτικού οφέλους που όλοι ελπίζουμε να δούμε», ανέφερε ο Duane Mitchell, διευθυντής του Ινστιτούτου Κλινικών και Μεταφραστικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Φλόριντα και μέντορας του Grippin. «Η ανάγκη για επιβεβαίωση αυτών των ευρημάτων είναι επείγουσα και κρίσιμη».
Στον καρκίνο του πνεύμονα και του δέρματος, οι γιατροί συνήθως χρησιμοποιούν φάρμακα που «απελευθερώνουν τα φρένα» του ανοσοποιητικού συστήματος, ώστε να αναγνωρίζει και να επιτίθεται πιο αποτελεσματικά στα καρκινικά κύτταρα. Ωστόσο, στα προχωρημένα στάδια, οι περισσότεροι ασθενείς δεν ανταποκρίνονται ικανοποιητικά και έχουν ήδη εξαντλήσει άλλες θεραπείες, όπως την ακτινοθεραπεία, τη χειρουργική ή τη χημειοθεραπεία.
Η ανάλυση περιλάμβανε δεδομένα από 180 ασθενείς με προχωρημένο καρκίνο του πνεύμονα που έκαναν το εμβόλιο κατά της COVID-19 μέσα σε 100 ημέρες πριν ή μετά την έναρξη ανοσοθεραπείας και 704 που έλαβαν την ίδια θεραπεία χωρίς να εμβολιαστούν. Ο εμβολιασμός συνδέθηκε με σχεδόν διπλασιασμό της διάμεσης επιβίωσης, από 20,6 μήνες σε 37,3 μήνες.
Στην ομάδα των ασθενών με μεταστατικό μελάνωμα, 43 άτομα εμβολιάστηκαν μέσα σε 100 ημέρες από την έναρξη ανοσοθεραπείας, ενώ 167 δεν εμβολιάστηκαν. Στους εμβολιασμένους, η διάμεση επιβίωση αυξήθηκε από 26,7 μήνες σε 30 έως 40 μήνες. Μάλιστα, τη στιγμή που συλλέχθηκαν τα δεδομένα, ορισμένοι ασθενείς ήταν ακόμη εν ζωή, γεγονός που υποδηλώνει ότι το όφελος του εμβολίου μπορεί να είναι ακόμη μεγαλύτερο.
Αντίθετα, εμβόλια που δεν βασίζονται σε mRNA, όπως αυτά για την πνευμονία ή τη γρίπη, δεν συνδέθηκαν με καμία διαφορά στην επιβίωση.
Εμβόλιο mRNA δρα σαν «σήμα κινδύνου»
Για να επιβεβαιώσουν τα ευρήματα, οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Φλόριντα χρησιμοποίησαν πειραματικά μοντέλα σε ποντίκια, συνδυάζοντας ανοσοθεραπευτικά φάρμακα με εμβόλιο mRNA που στοχεύει ειδικά την πρωτεΐνη ακίδα του ιού SARS-CoV-2. Τα πειράματα έδειξαν ότι μπορούσαν να μετατρέψουν «ανθεκτικούς» όγκους σε «ανταποκρινόμενους», αναστέλλοντας την ανάπτυξή τους.
«Ένας από τους τρόπους που φαίνεται να λειτουργεί αυτό είναι ότι το εμβόλιο mRNA δρα σαν ‘σήμα κινδύνου’ που κινητοποιεί τα ανοσοκύτταρα από περιοχές όπως ο όγκος προς πιο ‘παραγωγικές’ περιοχές, όπως οι λεμφαδένες», εξήγησε ο Sayour.
Το επόμενο βήμα είναι η έναρξη μιας μεγάλης κλινικής δοκιμής μέσω του δικτύου OneFlorida+ Clinical Research Network, που συντονίζεται από το Πανεπιστήμιο της Φλόριντα και περιλαμβάνει νοσοκομεία και κλινικές στη Φλόριντα, την Αλαμπάμα, τη Γεωργία, το Αρκάνσας, την Καλιφόρνια και τη Μινεσότα.
«Ένας από τους βασικούς μας στόχους στο OneFlorida είναι να μεταφέρουμε τις επιστημονικές ανακαλύψεις από τα πανεπιστήμια στον πραγματικό κόσμο, εκεί όπου λαμβάνεται η φροντίδα των ασθενών», ανέφερε η Betsy Shenkman, επικεφαλής του δικτύου.
Αν τα αποτελέσματα επιβεβαιωθούν, ανοίγουν νέες προοπτικές. Οι ερευνητές πιστεύουν ότι θα μπορούσε να αναπτυχθεί ένα ακόμη καλύτερο, καθολικό, μη ειδικό εμβόλιο κατά του καρκίνου. Για τους ασθενείς με προχωρημένη νόσο, η παράταση της ζωής μέσω ενός τέτοιου εμβολίου θα μπορούσε να σημαίνει κάτι ανεκτίμητο: περισσότερο χρόνο.
«Αν αυτό μπορέσει να διπλασιάσει τα σημερινά αποτελέσματα ή έστω να τα βελτιώσει κατά 5% ή 10%, αυτό σημαίνει πολλά για τους ασθενείς, ιδιαίτερα αν μπορεί να εφαρμοστεί σε διαφορετικούς τύπους καρκίνου», ανέφερε ο Sayour, ερευνητής στο Ινστιτούτο Εγκεφάλου McKnight του Πανεπιστημίου της Φλόριντα.