Η ιβουπροφαίνη είναι ένα από τα πιο γνωστά παυσίπονα και αποτελεί συνηθισμένη επιλογή για πονοκεφάλους, πόνους περιόδου και άλλες ενοχλήσεις, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Ωστόσο, πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό European Medical Journal, αποκάλυψε ότι ίσως το συγκεκριμένο φάρμακο έχει ακόμα περισσότερα οφέλη από ό,τι νομίζαμε. Ειδικότερα, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι η ιβουπροφαίνη μπορεί να έχει αντικαρκινικές ιδιότητες.
Πώς λειτουργεί η ιβουπροφαίνη κατά της φλεγμονής
Η ιβουπροφαίνη ανήκει στην κατηγορία των μη στεροειδών αντιφλεγμονώδων φαρμάκων. Η πιθανή σχέση των φαρμάκων αυτών με την πρόληψη του καρκίνου δεν είναι κάτι καινούργιο: ήδη από το 1983, κλινικά δεδομένα είχαν συνδέσει τη σουλινδάκη (ένα παλαιότερο μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο παρόμοιο με την ιβουπροφαίνη) με μικρότερο ποσοστό εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου σε ορισμένους ασθενείς.
Έκτοτε, οι επιστήμονες μελετούν αν τα φάρμακα αυτής της κατηγορίας μπορούν να βοηθήσουν και στην πρόληψη ή επιβράδυνση άλλων μορφών καρκίνου.
Ειδικότερα, οι επιστήμονες πιστεύουν ότι καθώς η φλεγμονή (ιδίως η χαμηλού βαθμού χρόνια φλεγμονή που μπορεί να οφείλεται στην παχυσαρκία, την καθιστική ζωή και διάφορους άλλους παράγοντες που σχετίζονται με το περιβάλλον ή τον τρόπο ζωής) συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου στο μέλλον.
Τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα δρουν εμποδίζοντας ένζυμα που ονομάζονται κυκλοοξυγενάσες. Υπάρχουν δύο βασικοί τύποι: η COX-1, που προστατεύει το στομάχι, συμβάλλει στη λειτουργία των νεφρών και συμμετέχει στην πήξη του αίματος, και η COX-2, που προκαλεί τη φλεγμονή.
Η ιβουπροφαίνη και τα περισσότερα φάρμακα αυτής της κατηγορίας μπλοκάρουν και τα δύο ένζυμα. Για αυτό οι γιατροί συστήνουν να τα παίρνετε με φαγητό και όχι με άδειο στομάχι.
Ιβουπροφαίνη και καρκίνος του ενδομητρίου
Μια μελέτη του 2025 έδειξε ότι η ιβουπροφαίνη μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο καρκίνου του ενδομητρίου, του συχνότερου τύπου καρκίνου της μήτρας, που ξεκινά από το ενδομήτριο και εμφανίζεται κυρίως μετά την εμμηνόπαυση.
Ένας από τους σημαντικότερους τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου είναι η παχυσαρκία, καθώς το αυξημένο λίπος ανεβάζει τα επίπεδα των οιστρογόνων, μιας ορμόνης που μπορεί να ενισχύει την ανάπτυξη καρκινικών κυττάρων.
Άλλοι παράγοντες κινδύνου είναι η προχωρημένη ηλικία, η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης (ειδικά με οιστρογόνα), ο σακχαρώδης διαβήτης και το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών. Επίσης, η πρώιμη εμμηναρχή, η καθυστερημένη εμμηνόπαυση ή η απουσία κύησης αυξάνουν τον κίνδυνο. Τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν μη φυσιολογική κολπική αιμορραγία, πόνο στη λεκάνη και δυσφορία κατά τη σεξουαλική επαφή.
Στη συγκεκριμένη μελέτη οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από περισσότερες από 42.000 γυναίκες ηλικίας 55 έως 74 ετών για διάστημα 12 ετών.
Όσες έπαιρναν τουλάχιστον 30 δισκία ιβουπροφαίνης τον μήνα είχαν 25% χαμηλότερο κίνδυνο να εμφανίσουν καρκίνο του ενδομητρίου σε σχέση με όσες έπαιρναν λιγότερα από τέσσερα δισκία. Η προστατευτική δράση φάνηκε ισχυρότερη στις γυναίκες με καρδιοπάθειες.
Ενδιαφέρον είναι ότι η ασπιρίνη (επίσης μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο) δεν φάνηκε να έχει την ίδια επίδραση ούτε σε αυτή ούτε σε άλλες μελέτες. Ωστόσο, η ασπιρίνη φαίνεται ότι μπορεί να μειώνει τον κίνδυνο υποτροπής του καρκίνου του εντέρου.
Άλλα τέτοια φάρμακα, όπως η ναπροξένη, έχουν μελετηθεί για την πιθανή πρόληψη καρκίνου του εντέρου, της ουροδόχου κύστης και του μαστού. Η αποτελεσματικότητα διαφέρει ανάλογα με τον τύπο του καρκίνου, τα γονίδια και τα υποκείμενα προβλήματα υγείας.
Το ευρύτερο δυναμικό της ιβουπροφαίνης
Οι πιθανές αντικαρκινικές ιδιότητες της ιβουπροφαίνης δεν περιορίζονται στον καρκίνο του ενδομητρίου. Μελέτες δείχνουν ότι μπορεί επίσης να μειώνει τον κίνδυνο καρκίνου του εντέρου, του μαστού, των πνευμόνων και του προστάτη.
Για παράδειγμα, άτομα που είχαν στο παρελθόν καρκίνο του εντέρου και έπαιρναν ιβουπροφαίνη είχαν μικρότερη πιθανότητα υποτροπής. Έχει επίσης βρεθεί ότι αναστέλλει την ανάπτυξη καρκινικών κυττάρων στο παχύ έντερο, ενώ κάποιες έρευνες δείχνουν προστατευτική δράση ακόμη και απέναντι στον καρκίνο των πνευμόνων σε καπνιστές.
Η φλεγμονή είναι βασικό χαρακτηριστικό του καρκίνου, και η ιβουπροφαίνη είναι από τη φύση της αντιφλεγμονώδης.
Αναστέλλοντας το ένζυμο COX-2, μειώνει την παραγωγή προσταγλανδινών, ουσιών δηλαδή που προκαλούν φλεγμονή και προάγουν την κυτταρική ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης καρκινικών κυττάρων. Η μείωση των προσταγλανδινών μπορεί να επιβραδύνει ή να σταματήσει την ανάπτυξη των όγκων.
Επιπλέον, η ιβουπροφαίνη φαίνεται να επηρεάζει και ορισμένα γονίδια που συνδέονται με τον καρκίνο, τα οποία βοηθούν τα καρκινικά κύτταρα να επιβιώνουν σε χαμηλό οξυγόνο και να αντιστέκονται στη θεραπεία.
Η δράση της ιβουπροφαίνης φαίνεται να μειώνει τη δραστηριότητα αυτών των γονιδίων, κάνοντας τα καρκινικά κύτταρα πιο ευάλωτα. Μπορεί επίσης να επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο οργανώνεται το DNA μέσα στα κύτταρα, ενισχύοντας την ευαισθησία τους στη χημειοθεραπεία.
Αντικρουόμενα αποτελέσματα
Δεν δείχνουν όλες οι έρευνες τα ίδια αποτελέσματα. Μια μελέτη σε 7.751 ασθενείς έδειξε ότι η λήψη ασπιρίνης μετά τη διάγνωση καρκίνου του ενδομητρίου συνδεόταν με αυξημένη θνητότητα, ιδίως σε όσες είχαν χρησιμοποιήσει ασπιρίνη πριν από τη διάγνωση. Άλλα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα φάνηκαν επίσης να αυξάνουν τον κίνδυνο θανάτου από καρκίνο.
Αντίθετα, μια πρόσφατη ανασκόπηση κατέληξε ότι τα φάρμακα αυτά, και κυρίως η ασπιρίνη, μπορεί να μειώνουν τον κίνδυνο αρκετών μορφών καρκίνου, αν και η συχνή χρήση κάποιων άλλων αντίστοιχων φαρμάκων ενδέχεται να αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου στα νεφρά. Αυτές οι αντικρουόμενες διαπιστώσεις δείχνουν πόσο περίπλοκη είναι η σχέση ανάμεσα στη φλεγμονή, το ανοσοποιητικό σύστημα και τον καρκίνο.
Παρά τις ελπιδοφόρες ενδείξεις, οι ειδικοί προειδοποιούν να μην λαμβάνετε ιβουπροφαίνη για πρόληψη του καρκίνου χωρίς ιατρική καθοδήγηση. Η μακροχρόνια ή υψηλή δοσολογία μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων μπορεί να προκαλέσει σοβαρές παρενέργειες, όπως έλκη στομάχου, αιμορραγία στο πεπτικό και βλάβη στα νεφρά. Σε πιο σπάνιες περιπτώσεις, μπορεί να προκαλέσουν καρδιακά προβλήματα, όπως έμφραγμα ή εγκεφαλικό.
Η ιδέα ότι ένα απλό παυσίπονο θα μπορούσε να συμβάλλει στην πρόληψη του καρκίνου είναι ελκυστική και ανμελλοντικές έρευνες επιβεβαιώσουν αυτά τα ευρήματα, η ιβουπροφαίνη θα μπορούσε να αποτελέσει μέρος μιας πιο ολοκληρωμένης στρατηγικής πρόληψης, ιδίως για άτομα με αυξημένο κίνδυνο.
Προς το παρόν, οι ειδικοί συμφωνούν ότι η καλύτερη προστασία είναι ο υγιεινός τρόπος ζωής: καλή διατροφή, διατήρηση υγιούς βάρους και τακτική σωματική δραστηριότητα.








