Ανησυχία έχει προκαλέσει στην παγκόσμια επιστημονική κοινότητα η μεγάλη έξαρση της ιλαράς σε Ευρώπη και ΗΠΑ, με την τελευταία έκθεση του Ταμείου των Ηνωμένων Εθνών να αποκαλύπτει ότι τα κρούσματα δεκαπλασιάστηκαν στη Γηραιά Ήπειρο πέρυσι.
Σύμφωνα με την έκθεση, τα παιδιά κάτω των 5 ετών αντιπροσώπευαν το 43% όλων των καταγεγραμμένων κρουσμάτων στην Ευρώπη και την Κεντρική Ασία το 2024. Ειδικότερα, τα βρέφη κάτω του ενός έτους ήταν η ομάδα που επλήγη περισσότερο, με 1.175,4 κρούσματα ανά 1.000.000 κατοίκους, ακολουθούμενα από παιδιά ηλικίας 1-4 ετών (688,7 κρούσματα ανά 1.000.000).
Στην Ελλάδα, αξίζει να σημειωθεί ότι το 2020 αναφέρθηκαν μόλις δύο κρούσματα ιλαράς, ενώ το 2024, 36 με το καταγεγραμμένο ποσοστό να ισοδυναμεί με 3,5 κρούσματα ανά 1.000.000 κατοίκους.
Τι είναι η ιλαρά
Η ιλαρά είναι μια λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος που προκαλείται από τον ιό της ιλαράς (τον παραμυξοϊό του γένους morbillivirus). Προσβάλει άτομα κάθε ηλικίας και μπορεί να προκαλέσει ιδιαίτερα σοβαρές επιπλοκές, ιδίως σε άτομα που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες, ενώ μπορεί να είναι θανατηφόρα.
Ένα βασικό χαρακτηριστικό της ιλαράς είναι ότι μπορεί να μεταδοθεί πολύ εύκολα και γρήγορα από το ένα άτομο στο άλλο. Έτσι, η νόσος αυτή μπορεί να εξαπλωθεί ευρέως στην κοινότητα μέσα σε αρκετά σύντομα χρονικά διαστήματα, όταν τα μέλη της κοινότητας αυτής δεν έχουν επαρκή αντισώματα.
Κάθε άτομο που δεν είναι εμβολιασμένο ή που δεν έχει ήδη νοσήσει από ιλαρά διατρέχει κίνδυνο να μολυνθεί σε οποιαδήποτε ηλικία.
Τα συμπτώματα της ιλαράς
Τα συμπτώματα της ιλαράς εμφανίζονται συνήθως 10 έως 12 ημέρες μετά τη μόλυνση:
- Στα αρχικά στάδια, εκδηλώνονται συμπτώματα που μοιάζουν με κρυολόγημα: καταρροή, βήχας και ήπιος πυρετός.
- Τα μάτια κοκκινίζουν και γίνονται πιο ευαίσθητα στο φως.
- Από την τρίτη έως την έβδομη ημέρα, ο πυρετός μπορεί να φτάσει τους 41⁰C.
- Εμφανίζεται ερυθρό εξάνθημα, το οποίο διαρκεί από τέσσερις έως επτά ημέρες. Ξεκινά από το πρόσωπο και στη συνέχεια εξαπλώνεται σε όλο το σώμα.
- Μικρές λευκές κηλίδες μπορεί να εμφανιστούν στα ούλα και στο εσωτερικό μέρος των μάγουλων.
Ποιες είναι οι επιπλοκές της ιλαράς
Περίπου το 30% των παιδιών και των ενηλίκων που προσβάλλονται από τον ιό της ιλαράς ενδέχεται να εμφανίσουν επιπλοκές, όπως ωτίτιδα και διάρροια.
Η πιο σοβαρή επιπλοκή -και η συχνότερη αιτία θανάτου που σχετίζεται με την ιλαρά- είναι η πνευμονία, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να αποβεί θανατηφόρα.
Το ποσοστό θνησιμότητας της ιλαράς εκτιμάται σε 1 έως 3 άτομα ανά 1.000 κρούσματα και είναι υψηλότερο σε παιδιά κάτω των πέντε ετών και σε άτομα με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα.
Περίπου 1 στους 1.000 ασθενείς αναπτύσσει εγκεφαλίτιδα, μια φλεγμονή του εγκεφαλικού ιστού που μπορεί να προκαλέσει μόνιμη νευρολογική βλάβη στο 25% των περιπτώσεων.
Σπανίως, μια επίμονη λοίμωξη από τον ιό της ιλαράς μπορεί να οδηγήσει σε υποξεία σκληρυντική πανεγκεφαλίτιδα (SSPE), μια εκφυλιστική νόσο του εγκεφάλου, που εκδηλώνεται συνήθως 7 έως 10 χρόνια μετά την αρχική λοίμωξη. Η SSPE είναι πιο πιθανό να εμφανιστεί σε παιδιά που νόσησαν σε μικρή ηλικία. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν αλλαγές στην προσωπικότητα, προοδευτική διανοητική έκπτωση, μυϊκούς σπασμούς και άλλα νευρομυϊκά προβλήματα. Δεν υπάρχει θεραπεία και η νόσος είναι πάντοτε θανατηφόρα.
Πώς μεταδίδεται η ιλαρά
Η ιλαρά μεταδίδεται αερογενώς, μέσω σταγονιδίων που εκπέμπονται από το μολυσμένο άτομο όταν βήχει ή φτερνίζεται. Ο ιός μπορεί να παραμείνει στον αέρα για αρκετές ώρες και να επιβιώσει σε μολυσμένες επιφάνειες έως και δύο ώρες.
Ένα άτομο είναι μεταδοτικό ήδη 4 ημέρες πριν την εμφάνιση του εξανθήματος και μέχρι 4 ημέρες μετά.
Η ιλαρά είναι εξαιρετικά μεταδοτική στους μη εμβολιασμένους. Υπολογίζεται ότι ένας μόνο ασθενής μπορεί να μεταδώσει τον ιό σε 12 έως 18 άτομα που δεν έχουν ανοσία.
Πώς μπορεί να προληφθεί η ιλαρά
Η μόνη αποτελεσματική πρόληψη είναι ο εμβολιασμός. Το συνδυασμένο εμβόλιο MMR προστατεύει από την ιλαρά, την παρωτίτιδα και την ερυθρά. Είναι ασφαλές, αποτελεσματικό και έχει ελάχιστες ανεπιθύμητες ενέργειες. Οι συχνότερες είναι ήπιος πυρετός και τοπική αντίδραση στο σημείο της ένεσης. Κάποιοι μπορεί να εμφανίσουν ήπιο εξάνθημα, παρόμοιο με της ιλαράς, που δεν είναι μεταδοτικό και υποχωρεί μέσα σε 1 έως 3 ημέρες.
Για τη μέγιστη προστασία απαιτούνται δύο δόσεις του εμβολίου. Στην Ευρώπη, η πρώτη δόση χορηγείται μεταξύ 10 και 18 μηνών, ενώ η δεύτερη χορηγείται τουλάχιστον έναν μήνα μετά την πρώτη.
Σε περιόδους επιδημίας, το εμβόλιο μπορεί να χορηγηθεί και σε μικρότερα παιδιά. Βρέφη 6 έως 9 μηνών που ζουν ή πρόκειται να ταξιδέψουν σε περιοχές με υψηλό κίνδυνο ιλαράς, πρέπει να λάβουν μια επιπλέον, προληπτική δόση. Αυτή δεν αντικαθιστά τις δύο δόσεις του εθνικού προγράμματος, αλλά τις συμπληρώνει για πληρέστερη προστασία.
Γιατί επέστρεψε η ιλαρά
Παρόλο που πολυάριθμες μελέτες έχουν επιβεβαιώσει την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα του εμβολίου MMR, και έχουν απορρίψει οποιαδήποτε σχέση με τον αυτισμό, παρατηρείται διστακτικότητα απέναντι στον εμβολιασμό. Το φαινόμενο αυτό έχει συμβάλει στην επιστροφή της ιλαράς, με τους παγκόσμιους θανάτους να φτάνουν τους 130.000 το 2022.
Η ιλαρά είναι ιδιαίτερα μεταδοτική, με δείκτη αναπαραγωγής (R) που ξεπερνά το 15. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και μικρές μειώσεις στην κάλυψη του εμβολίου οδηγούν σε απότομη αύξηση των κρουσμάτων. Σε περιοχές όπου η εμβολιαστική κάλυψη είναι τοπικά χαμηλή, μπορούν να ξεσπάσουν σοβαρές επιδημίες.
Πολλές χώρες έχουν πλέον χάσει την πιστοποίηση ότι έχουν εξαλείψει την ιλαρά, μεταξύ αυτών και ευρωπαϊκά κράτη όπως η Αλβανία, η Τσεχία, η Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Ο ρόλος του εμβολιασμού MMR στους ενήλικες
Ο εμβολιασμός δεν αφορά μόνο τα παιδιά. Ακόμη και ενήλικες που έχουν λάβει μία δόση εμβολίου στην παιδική ηλικία ή έχουν νοσήσει, μπορεί με τα χρόνια να χάσουν την ανοσία τους.
Αν και η επαναμόλυνση είναι σπάνια, ο εμβολιασμός ενηλίκων με MMR είναι σημαντικός, καθώς ενισχύει την ατομική ανοσία και συμβάλλει στη συλλογική προστασία. Η ενίσχυση της ανοσίας μειώνει τις πιθανότητες ασυμπτωματικής λοίμωξης και την περαιτέρω μετάδοση του ιού.
Η επανενίσχυση της ανοσίας στους ενήλικες μπορεί να βοηθήσει στην αποκατάσταση της ανοσίας της αγέλης, η οποία έχει πληγεί από την αυξανόμενη διστακτικότητα στον εμβολιασμό.
Πώς αντιμετωπίζεται η ιλαρά
Δεν υπάρχει ειδική θεραπεία για την ιλαρά. Η αντιμετώπιση είναι υποστηρικτική και περιλαμβάνει ενυδάτωση και χρήση αντιπυρετικών.
Για τον περιορισμό της μετάδοσης, συνιστάται απομόνωση του ασθενούς από το σχολείο ή την εργασία, όπως και όσων έχουν αβέβαιο ιστορικό εμβολιασμού και έχουν έρθει σε επαφή με τον ιό.
Αντιβιοτικά δεν χορηγούνται για την ίδια την ιλαρά, καθώς πρόκειται για ιογενή λοίμωξη. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθούν για την αντιμετώπιση βακτηριακών επιπλοκών, όπως η πνευμονία και η ωτίτιδα.