Το άγχος δεν περιορίζεται στη σκέψη ή στη διάθεση. Όταν επιμένει στον χρόνο, περνά στο σώμα και αφήνει εκεί το αποτύπωμά του, συχνά χωρίς να γίνεται άμεσα αντιληπτό. Πολλοί αναζητούν την αιτία σε εξωτερικούς παράγοντες, χωρίς να συνδέουν τα συμπτώματα με τη συνεχή ψυχική πίεση που βιώνουν.
Ο οργανισμός αντιδρά στο άγχος ενεργοποιώντας μηχανισμούς επιβίωσης. Πρόκειται για φυσιολογικές αντιδράσεις που έχουν σχεδιαστεί για στιγμές άμεσης απειλής. Όταν όμως αυτοί οι μηχανισμοί παραμένουν ενεργοί καθημερινά, το σώμα λειτουργεί μόνιμα σε κατάσταση συναγερμού. Αυτό οδηγεί σε μυϊκή ένταση, αυξημένη κόπωση και δυσκολία στη χαλάρωση, ακόμη και όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν.
Οι πονοκέφαλοι, οι ενοχλήσεις στον αυχένα και στην πλάτη, τα στομαχικά προβλήματα και οι διαταραχές ύπνου είναι από τις πιο συχνές σωματικές εκδηλώσεις του χρόνιου στρες. Δεν εμφανίζονται απαραίτητα όλες μαζί ούτε με ένταση από την αρχή. Συχνά ξεκινούν ήπια και επιδεινώνονται σταδιακά, όσο το άγχος παραμένει χωρίς διαχείριση.
Σε πολλές περιπτώσεις, το σώμα στέλνει σήματα πριν το άγχος γίνει συνειδητό. Η ανεξήγητη κόπωση, η ευερεθιστότητα χωρίς σαφή λόγο και οι αλλαγές στην όρεξη αποτελούν ενδείξεις ότι ο οργανισμός βρίσκεται υπό πίεση. Όταν αυτά τα σημάδια αγνοούνται, το σώμα αναγκάζεται να «μιλήσει» πιο έντονα, μέσα από επίμονα συμπτώματα.
Η επίδραση του χρόνιου στρες δεν σταματά εκεί. Το ανοσοποιητικό σύστημα επηρεάζεται άμεσα, γεγονός που καθιστά τον οργανισμό πιο ευάλωτο σε λοιμώξεις και καθυστερεί την ανάρρωση. Παράλληλα, επηρεάζονται η συγκέντρωση και η μνήμη, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται η καθημερινή λειτουργικότητα και να αυξάνεται το αίσθημα ανεπάρκειας ή απογοήτευσης.
Η διαχείριση του άγχους δεν επιτυγχάνεται με γενικές οδηγίες ή πρόχειρες λύσεις. Απαιτεί αναγνώριση των προσωπικών ορίων και κατανόηση των αιτίων που το πυροδοτούν. Η προσαρμογή των ρυθμών, η επανεξέταση προτεραιοτήτων και η φροντίδα του σώματος αποτελούν ουσιαστικά βήματα για τη μείωση της σωματικής επιβάρυνσης.








