Περίπου το 5-8% των παιδιών και το 2-3% των ενηλίκων πάσχουν από κάποια μορφή τροφικής αλλεργίας. Παρότι γίνεται συχνά λόγος για τους ξηρούς καρπούς και τα οστρακοειδή, αλλεργία μπορεί να προκαλέσει και μια μεγάλη ποικιλία φρούτων.
Σε μια σειρά μελετών που εστίασαν στις αλλεργίες που προκαλούνται από αυτά, στην περιοχή της Μεσογείου το ροδάκινο έχει αποδειχθεί ότι προκαλεί τις περισσότερες. Ακτινίδια, πεπόνια, σταφύλια, ανανάδες, μπανάνες, μήλα, μάνγκο περιλαμβάνονται, επίσης, στη μακριά λίστα εκείνων που μπορεί να οδηγήσουν σε δερματικές, γαστρεντερικές ή συστηματικές αντιδράσεις. Την εποχή, όμως, που διανύουμε το σύκο είναι αναμφισβήτητα το φρούτο που χρήζει της προσοχής μας.
«Η τροφική αλλεργία αποτελεί μια ανεπιθύμητη ανοσολογική αντίδραση σε πρωτεΐνες που γενικά είναι αβλαβείς. Η κατανάλωση φρούτων ευθύνεται για ένα τύπο τροφικής αλλεργίας, που εμφανίζεται όταν το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού αναγνωρίζει λανθασμένα το τρόφιμο ως απειλή. Όταν συμβαίνει αυτό, το σώμα αντιδρά, απελευθερώνοντας χημικές ουσίες, όπως η ισταμίνη, οι οποίες ευθύνονται για τα αλλεργικά συμπτώματα», εξηγεί ο δρ Θεόδωρος Σεραφείμ Τερσιπαζόγλου, Αλλεργιολόγος Παίδων και Ενηλίκων.
Τις περισσότερες φορές περιορίζονται σε τοπικό επίπεδο, συνήθως στη στοματική κοιλότητα (σύνδρομο στοματικής αλλεργίας), λίγα λεπτά μετά από την κατανάλωση του φρούτου. Στα συμπτώματα συμπεριλαμβάνονται ο κνησμός και το αίσθημα μυρμηγκιάσματος. Αν και ήπια τις περισσότερες φορές, αυτά τα συμπτώματα μπορεί να συνοδεύονται από δερματικές αντιδράσεις, όπως κνίδωση, από άσθμα ή ρινίτιδα. Ο πόνος στο στομάχι και ο έμετος αποτελούν συμπτώματα του γαστρεντερικού συστήματος.
Στα σοβαρότερα περιλαμβάνονται το πρήξιμο στο λαιμό, τη γλώσσα ή τους άνω αεραγωγούς (σφίξιμο στο λαιμό, βραχνή φωνή, δυσκολία στην κατάποση), η αιφνίδια έναρξη συριγμού, η δυσκολία στην αναπνοή, η ζάλη, το αίσθημα λιποθυμίας, η ξαφνική υπνηλία, η κόπωση, η σύγχυση, το ωχρό δέρμα, η απώλεια συνείδησης. Σε ακραίες περιπτώσεις, μια τροφική αλλεργία μπορεί να αποβεί μοιραία. Τα σοβαρά συμπτώματα είναι, ευτυχώς, ασυνήθιστα, επειδή οι πρωτεΐνες που προκαλούν την αλλεργία είναι ασταθείς και καταστρέφονται με τη θερμότητα ή μόλις φτάσουν στο στομάχι.
Επειδή τα φρούτα περιέχουν αλλεργιογόνα διαφορετικών κατηγοριών όσοι έχουν αλλεργία σε αυτά μπορεί να εμφανίσουν διαφορετικές αντιδράσεις στο ίδιο φρούτο. Η ένταση των συμπτωμάτων ποικίλλει μεταξύ των ατόμων και εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από το επίπεδο έκθεσης στο αλλεργιογόνο.
Αλλεργία στα σύκα
Το σύκο είναι αναμφισβήτητα ο «βασιλιάς» των φρούτων το φθινόπωρο. Καταναλώνεται για τη θρεπτική του αξία και τη μοναδική γεύση του. Ωστόσο, για ορισμένα άτομα, η βρώση του μπορεί να οδηγήσει σε αλλεργικές αντιδράσεις.
Αυτές μπορεί να συμβούν όταν ένα ευαίσθητο άτομο τρώει σύκα, έρχεται σε επαφή με τη φλούδα του φρούτου ή το γάλα του φυτού. Υπάρχουν άνθρωποι που εμφανίζουν αλλεργικά συμπτώματα ακόμα και από τον ατμό του φρούτου όταν βράζει, ή όταν έρχονται σε επαφή με άλλα μέρη του δέντρου.
Τα σύκα περιέχουν πρωτεΐνες μεταφοράς λιπιδίων (LTPs) και προφιλίνη, οι οποίες είναι παν-αλλεργιογόνα με δυνατότητα πρόκλησης αλλεργικής αντίδρασης σε διαφορετικές ομάδες τροφίμων. Άλλες πρωτεΐνες που έχουν μελετηθεί στο σύκο είναι οι πρωτεΐνες τύπου Bet v 1, πράγμα που σημαίνει ότι το σώμα τις μπερδεύει με αλλεργιογόνα γύρης και μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα τύπου στοματικής αλλεργίας.
Περιέχουν φουρανοκουμαρίνες στον καρπό και τα φύλλα. Αυτές οι χημικές ουσίες μπορούν να εισέλθουν στο δέρμα και σε συνδυασμό με την υπεριώδη ακτινοβολία (ηλιακό φως) να προκαλέσουν εξάνθημα σαν ηλιακό έγκαυμα. Τα σύκα είναι μια τροφή υψηλής περιεκτικότητας σε ισταμίνη, και σε FODMAP (Ζυμώσιμοι Λιγοσακχαρίτες, Δισακχαρίτες, Μονοσακχαρίτες και Πολυόλες). Τροφές με υψηλή περιεκτικότητα σε FODMAP μπορούν να προκαλέσουν συμπτώματα τροφικής δυσανεξίας, επηρεάζοντας το γαστρεντερικό σύστημα και αυτό μπορεί να εκληφθεί εσφαλμένα ως πραγματική τροφική αλλεργία με άμεση παραγωγή αντισωμάτων IgE.
Επίσης, τα φρέσκα σύκα έχουν χαμηλή περιεκτικότητα σε σαλικυλικά, σε αντίθεση με τα αποξηραμένα, τα οποία δύνανται να προκαλέσουν επιδείνωση του άσθματος, πρήξιμο, κνησμό και κνίδωση, καθώς και συμπτώματα τροφικής δυσανεξίας σε άτομα που είναι ευαίσθητα σε αυτά.
Η διάγνωση της αλλεργίας στα σύκα, όπως και σε κάθε άλλη τροφή, περιλαμβάνει τη λήψη λεπτομερούς ιατρικού ιστορικού, εξετάσεις και, σε ορισμένες περιπτώσεις, τροφική πρόκληση.
Ο έλεγχος μπορεί να γίνει μέσω δερματικού τεστ δια νυγμού, κατά το οποίο εφαρμόζεται μια μικρή ποσότητα εκχυλίσματος σύκου στο δέρμα. Οι αλλεργικοί αναπτύσσουν ένα μικρό εξόγκωμα στο σημείο της εξέτασης. Αιματολογικές εξετάσεις μπορούν να δείξουν τα επίπεδα συγκεκριμένων αντισωμάτων που παράγει το σώμα ως απόκριση στο αλλεργιογόνο.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, απαιτείται μια από του στόματος δοκιμασία τροφικής πρόκλησης, δηλαδή η κατανάλωση μιας μικρής ποσότητας σύκου υπό ιατρική παρακολούθηση για τον εντοπισμό τυχόν αλλεργικών αντιδράσεων.
«Η πρόληψη μιας αλλεργικής αντίδρασης στα σύκα ή άλλο φρούτο επιτυγχάνεται με την αποφυγή τους, όπως και οποιωνδήποτε προϊόντων τα περιέχουν. Ωστόσο, αυτή τη τακτική δεν είναι πάντα εφικτή και σε ορισμένες περιπτώσεις είναι επικίνδυνη, αφού είναι αδύνατος ο απόλυτος έλεγχος των προϊόντων που καταναλώνονται.
Τα ήπια συμπτώματα (π.χ. φαγούρα, κνίδωση, ρινική συμφόρηση) αντιμετωπίζονται με αντιισταμινικά, ενώ όταν εμφανίζονται σοβαρότερες αντιδράσεις συστήνονται κορτικοστεροειδή για τη μείωση της φλεγμονής. Όσοι έχουν παρουσιάσει στο παρελθόν αναφυλαξία πρέπει να έχουν πάντα μαζί τους συσκευές αυτοενιέμενης αδρεναλίνης (επινεφρίνης).
Για κάποιους ανθρώπους υπάρχει και η επιλογή της ανοσοθεραπείας, δηλαδή της χορήγησης του αλλεργιογόνου σε μικρές δόσεις, προκειμένου να αναπτύξει ανοχή σε αυτό, υπό την καθοδήγηση αλλεργιολόγου. Αυτή η μέθοδος μπορεί να είναι αποτελεσματική για τη θεραπεία διαφόρων τύπων αλλεργιών και όχι μόνο στα τρόφιμα.
Με αυτόν τον τρόπο ο ασθενής μπορεί να ζήσει μια φυσιολογική ζωή, χωρίς το μόνιμο άγχος της αποφυγής του αλλεργιογόνου, που επιβάλλει την ανάγνωση ετικετών προϊόντων, την ενημέρωση φίλων και γνωστών για τη ύπαρξη της αλλεργίας και τους τρόπους αντιμετώπισης τυχόν σοβαρών αντιδράσεων παρουσία τους, την ερώτηση για τα συστατικά που περιέχουν τα φαγητά σε εστιατόρια κ.ο.κ..
Είναι σημαντικό το αλλεργικό άτομο να ζητά ιατρική καθοδήγηση, εάν υποψιάζεται ότι έχει αλλεργία σε οποιοδήποτε τρόφιμο ή ουσία, γιατί η διάγνωση ορίζει τον σωστό τρόπο αντιμετώπισης. Επίσης, οι τακτικοί έλεγχοι βοηθούν στην παρακολούθηση της αλλεργίας και στην προσαρμογή της θεραπείας. Εάν τα συμπτώματα επιδεινώνονται ή εάν η θεραπεία που ακολουθείται δεν είναι πλέον αποτελεσματική, ο γιατρός μπορεί να την αναπροσαρμόσει, μειώνοντας έτσι τον κίνδυνο σοβαρών-απειλητικών αντιδράσεων και βελτιώνοντας την ποιότητα ζωής του ασθενούς», καταλήγει ο δρ Τερσιπαζόγλου.