Αν σκέφτεστε να παντρευτείτε, είναι απολύτως λογικό να αναρωτιέστε αν ο γάμος σας θα αντέξει στον χρόνο και αν υπάρχουν τρόποι να εκτιμήσετε από νωρίς τις πιθανότητες επιτυχίας του. Θα μπορούσατε να εξετάσετε μια ολόκληρη λίστα από κριτήρια συμβατότητας, όπως οι αξίες, οι στόχοι ή ο τρόπος ζωής, ωστόσο μια λιγότερο προφανής παράμετρος, η ηλικία σας τη στιγμή του γάμου, φαίνεται ότι λέει περισσότερα απ’ όσα θα περίμενε κανείς. Η ηλικία στην οποία παντρεύεται κάποιος αποδεικνύεται ιδιαίτερα αποκαλυπτική σε ό,τι αφορά τον κίνδυνο διαζυγίου, αν και όχι με τον τρόπο που πίστευαν μέχρι πρόσφατα οι ειδικοί.
Για πολλά χρόνια κυριαρχεί η άποψη ότι όσοι παντρεύονται σε μεγαλύτερη ηλικία έχουν πιο σταθερούς και ανθεκτικούς γάμους, ενώ αντίθετα ο γάμος σε πολύ νεαρή ηλικία, και ειδικά στην εφηβεία, θεωρείται ο πιο επισφαλής. Αυτή η αντίληψη δεν στερείται λογικής, καθώς οι πολύ νέοι άνθρωποι συνήθως δεν έχουν ακόμη οικονομική σταθερότητα, βρίσκονται σε φάση επαγγελματικής αβεβαιότητας και δέχονται έντονες πιέσεις από το οικογενειακό και κοινωνικό τους περιβάλλον, τη δουλειά ή τις σπουδές. Παράλληλα, ο εγκέφαλος δεν έχει ολοκληρώσει πλήρως την ανάπτυξή του, ενώ συχνά λείπει και η εμπειρία που χρειάζεται για τη διαχείριση συγκρούσεων και προκλήσεων μέσα σε μια σχέση. Όλα αυτά κάνουν τον γάμο σε πολύ νεαρή ηλικία ιδιαίτερα απαιτητικό.
«Τα στατιστικά δεδομένα φαίνεται να ενισχύουν αυτή την εικόνα, δείχνοντας ότι το να περιμένει κανείς μερικά χρόνια πριν παντρευτεί μπορεί να λειτουργήσει προστατευτικά. Συγκεκριμένα, το διαζύγιο είναι κατά 50% λιγότερο πιθανό για κάποιον που παντρεύεται στα 25 σε σύγκριση με κάποιον που παντρεύεται στα 20. Μέχρι πρόσφατα, αυτή η σημαντική μείωση ερμηνευόταν ως η αρχή μιας συνεχούς καθοδικής πορείας του κινδύνου διαζυγίου, η οποία απλώς επιβραδύνεται όσο περνούν τα χρόνια, στη δεκαετία των 20, των 30 και ακόμη αργότερα», εξήγησε στο Psychology Today η Theresa DiDonato, καθηγήτρια Κοινωνικής Ψυχολογίας στο Loyola University Maryland.
Η ιδέα ότι ο γάμος σε μεγαλύτερη ηλικία συνδέεται με μεγαλύτερη σταθερότητα μοιάζει εύλογη, καθώς τα ζευγάρια είναι πιθανότερο να έχουν πετύχει οικονομική ασφάλεια, να γνωρίζουν καλύτερα τον εαυτό τους και τους στόχους τους και να έχουν αποκτήσει εμπειρία από προηγούμενες σχέσεις, γεγονός που τους βοηθά να ξέρουν τι πραγματικά αναζητούν από έναν σύντροφο και από έναν γάμο.
Τι δείχνουν τα νέα δεδομένα;
Ο κοινωνιολόγος Nicholas Wolfinger, αναλύοντας δεδομένα της περιόδου 2006 έως 2010 από την Εθνική Έρευνα για την Ανάπτυξη της Οικογένειας, κατέληξε σε ένα συμπέρασμα που ανέτρεψε αυτή τη γραμμική αντίληψη: ο γάμος μετά τα μέσα της δεκαετίας των 30 φαίνεται να ενέχει μεγαλύτερο κίνδυνο διαζυγίου σε σύγκριση με τον γάμο στα τέλη των 20. Σύμφωνα με τα ευρήματά του, η ηλικία στην οποία ο γάμος δείχνει να έχει τις περισσότερες πιθανότητες να διαρκέσει βρίσκεται μεταξύ 28 και 32 ετών. Μέχρι αυτό το ηλικιακό παράθυρο, τα ποσοστά διαζυγίου μειώνονται σταθερά, ενώ μετά αρχίζουν ξανά να αυξάνονται.
Το επιστημονικό περιοδικό Slate περιέγραψε αυτά τα αποτελέσματα ως τη «θεωρία της Χρυσομαλλούσας» για τον γάμο, υπογραμμίζοντας ότι ο γάμος σε πολύ νεαρή ηλικία συνοδεύεται από υψηλότερο ρίσκο, αλλά και ότι ο γάμος σε πολύ μεγάλη ηλικία δεν είναι απαραίτητα πιο ασφαλής, έστω κι αν ο κίνδυνος είναι λιγότερο έντονος.
Το γιατί συμβαίνει αυτό δεν είναι απολύτως ξεκάθαρο. Ο ίδιος ο Wolfinger παραδέχεται ότι δεν μπορεί να δώσει μια οριστική εξήγηση, επισημαίνει όμως ότι «η ύπαρξη αυτού του μοτίβου δεν αμφισβητείται». Όταν επανέλαβε την ανάλυση με δεδομένα της περιόδου 2011 έως 2014 από την ίδια έρευνα, προέκυψε ακριβώς η ίδια τάση. Πέντε χρόνια μετά τον γάμο, τα ποσοστά διαζυγίου διαμορφώνονται ως εξής:
- Για όσους παντρεύτηκαν στην εφηβεία, 38%.
- Για όσους παντρεύτηκαν στις αρχές της δεκαετίας των 20, 27%.
- Για όσους παντρεύτηκαν μεταξύ 25 και 29 ετών, 14%.
- Για όσους παντρεύτηκαν μεταξύ 30 και 34 ετών, 10%.
- Για όσους παντρεύτηκαν στα 35 ή αργότερα, 17%.
Ακόμη και όταν έλαβε υπόψη του μια σειρά από δημογραφικούς παράγοντες, όπως κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά και μορφωτικό επίπεδο, ο Wolfinger διαπίστωσε ότι στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα ο γάμος πριν από τα μέσα της δεκαετίας των 20 ή μετά τα μέσα της δεκαετίας των 30 συνδέεται συστηματικά με αυξημένα ποσοστά διαζυγίου.
Ο κοινωνιολόγος εκτιμά ότι μέρος της εξήγησης μπορεί να βρίσκεται στο ποιοι άνθρωποι καταλήγουν να παντρεύονται σε μεγαλύτερη ηλικία. Όσοι περιμένουν μέχρι τα 35 για να κάνουν τον πρώτο τους γάμο σήμερα, συνήθως δεν το κάνουν για λόγους οικονομικής σταθερότητας, αφού αυτή στις περισσότερες περιπτώσεις έχει ήδη επιτευχθεί νωρίτερα. Σύμφωνα με τον ίδιο, πιθανότατα να πρόκειται για άτομα που για διάφορους λόγους έχουν μικρότερες πιθανότητες να πετύχουν μέσα σε έναν γάμο.
Παράλληλα, η αυξημένη αποδοχή της συμβίωσης χωρίς γάμο ενδέχεται να περιορίζει τον αριθμό των ανθρώπων άνω των 30 που θα είχαν τις προϋποθέσεις για μια σταθερή, μακροχρόνια δέσμευση. Αν και αυτή η ερμηνεία δεν ισχύει για όλους, φαίνεται να αποτυπώνει μια τάση σε όσους παντρεύονται για πρώτη φορά μετά τα 35.








