Μια μελέτη σε νέους ανθρώπους στο Χονγκ Κονγκ έδειξε ότι άτομα με υψηλότερα επίπεδα καταθλιπτικών συμπτωμάτων και εκείνα που είναι επιρρεπή σε παρορμητικές αντιδράσεις ήταν ελαφρώς πιο πιθανό να παραλείπουν το πρωινό τους. Η παράλειψη του πρωινού συνδέθηκε επίσης με άγχος.
Το πρωινό είναι το πρώτο γεύμα της ημέρας, που καταναλώνεται συνήθως το πρωί μετά από τον νυχτερινό ύπνο. Σε όλο τον κόσμο, οι άνθρωποι καταναλώνουν διαφορετικά τρόφιμα για πρωινό, ανάλογα με την κουλτούρα, την παράδοση και τον χρόνο που έχουν καθημερινά στη διάθεσή τους.
Ερευνητές, ωστόσο, επισημαίνουν ότι η καθιέρωση σταθερών διατροφικών συνηθειών, όπως το πρωινό, θα μπορούσε να συμβάλει στην καλύτερη ψυχική υγεία και να ενισχυθεί μέσω δημόσιων παρεμβάσεων.
Σε πολλές δυτικές χώρες, το πρωινό περιλαμβάνει αυγά, ψωμί, δημητριακά, φρούτα ή γιαούρτι. Στην Ανατολική Ασία, το πρωινό συχνά αποτελείται από ρύζι, σούπα, τουρσιά ή αχνιστά ψωμάκια. Κάποιοι προτιμούν ένα ελαφρύ πρωινό, όπως ένα smoothie ή καφέ, ενώ άλλοι επιλέγουν ένα πιο χορταστικό γεύμα.
Το πρωινό θεωρείται πάντως σημαντικό επειδή βοηθά στην αναπλήρωση της ενέργειας και παρέχει απαραίτητα θρεπτικά συστατικά μετά από τη νυχτερινή νηστεία.
Η συγκεκριμένη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Frontiers in Psychiatry έδειξε ότι η κατανάλωση πρωινού μπορεί να βελτιώσει τη συγκέντρωση, τη μνήμη και τις ακαδημαϊκές επιδόσεις στα παιδιά. Μπορεί επίσης να βοηθήσει στη ρύθμιση του μεταβολισμού και να υποστηρίξει τη διαχείριση του βάρους.
Η παράλειψη πρωινού έχει συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο υπερφαγίας αργότερα μέσα στη μέρα και γενικότερα με χαμηλότερη ποιότητα διατροφής. Για πολλούς, το πρωινό αποτελεί και μια στιγμή ηρεμίας ή σύνδεσης με την οικογένεια για την έναρξη της ημέρας.
Η συγγραφέας της μελέτης Stephanie Ming Yin Wong και οι συνεργάτες της θέλησαν να εξετάσουν τα πρότυπα κατανάλωσης πρωινού μεταξύ των νέων στο Χονγκ Κονγκ και να διερευνήσουν τη σχέση μεταξύ της παράλειψης πρωινού, της παρορμητικότητας και των συμπτωμάτων κατάθλιψης και άγχους.
Τι έδειξε η μελέτη
Ανέλυσαν δεδομένα από την Επιδημιολογική Μελέτη Ψυχικής Υγείας για Νέους στο Χονγκ Κονγκ (HK-YES), την πρώτη μελέτη για την ψυχική υγεία σε επίπεδο επικράτειας στο Χονγκ Κονγκ που στοχεύει ειδικά νέους ηλικίας 15 έως 24 ετών. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν μεταξύ 2019 και 2022. Το 58% των συμμετεχόντων ήταν γυναίκες.
Η ανάλυση περιλάμβανε δεδομένα από 3.154 συμμετέχοντες με μέση ηλικία τα 20 έτη. Οι συμμετέχοντες απάντησαν σε ερωτήσεις για τις συνήθειές τους στο πρωινό και συμπλήρωσαν αξιολογήσεις παρορμητικότητας (με τη χρήση της Κλίμακας Παρορμητικότητας Barratt–11), καταθλιπτικών συμπτωμάτων (με το Ερωτηματολόγιο Υγείας Ασθενών–9), συμπτωμάτων άγχους (με την Κλίμακα Γενικευμένης Αγχώδους Διαταραχής–7), και γενικής λειτουργικότητας (με αυτοαναφορά απώλειας παραγωγικότητας λόγω ψυχικής υγείας και αξιολόγηση κοινωνικής και επαγγελματικής λειτουργίας από ερευνητή).
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το 85% των συμμετεχόντων κατανάλωναν πρωινό είτε καθημερινά είτε περιστασιακά, ενώ το 15% παρέλειπε συστηματικά το πρωινό. Τα άτομα που παρέλειπαν το πρωινό ήταν ελαφρώς πιο παρορμητικά, ιδίως όσον αφορά τον έλεγχο προσοχής και αυτοέλεγχο. Ανέφεραν επίσης λίγο πιο έντονα καταθλιπτικά συμπτώματα και οριακά υψηλότερα επίπεδα άγχους.
Σε σύγκριση με εκείνους που έτρωγαν πρωινό, τα άτομα που το παρέλειπαν ανέφεραν σχεδόν μία επιπλέον ημέρα μειωμένης παραγωγικότητας τον μήνα και ελαφρώς χειρότερη κοινωνική και επαγγελματική λειτουργία.
«Η παράλειψη πρωινού σχετίζεται με αυξημένα καταθλιπτικά συμπτώματα στους νέους, με τη μειωμένη ικανότητα εστίασης προσοχής να παίζει σημαντικό ρόλο σε αυτή τη σχέση. Η ενθάρρυνση των νέων να υιοθετήσουν σταθερές συνήθειες πρωινού θα μπορούσε να ενταχθεί σε μελλοντικές παρεμβάσεις τρόπου ζωής για ψυχικές διαταραχές και να τονιστεί περισσότερο στις πολιτικές δημόσιας υγείας», κατέληξαν οι συγγραφείς της μελέτης.
Η έρευνα ρίχνει φως στη σύνδεση μεταξύ των διατροφικών συνηθειών και της ψυχικής υγείας. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι οι παρατηρούμενες σχέσεις ήταν πολύ ασθενείς και έγιναν αντιληπτές, μόνο λόγω του μεγάλου μεγέθους του δείγματος. Επιπλέον, η μελέτη διεξήχθη αποκλειστικά σε κατοίκους του Χονγκ Κονγκ, και τα αποτελέσματα μπορεί να διαφέρουν σε άλλες πολιτισμικές ομάδες.