Η διακοπή του καπνίσματος φαίνεται πως μπορεί να επιβραδύνει τη γνωστική εξασθένηση, ακόμη και όταν γίνεται σε μεγαλύτερες ηλικίες, σύμφωνα με νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό The Lancet Healthy Longevity.
Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από 9.436 άτομα ηλικίας 40 ετών και άνω (μέση ηλικία 58 ετών) σε 12 χώρες, συγκρίνοντας τα αποτελέσματα γνωστικών τεστ μεταξύ όσων σταμάτησαν το κάπνισμα και μιας ομάδας ελέγχου που συνέχισε να καπνίζει.
Διαπιστώθηκε ότι, στα 6 χρόνια μετά τη διακοπή, οι γνωστικές επιδόσεις των πρώην καπνιστών μειώνονταν σημαντικά πιο αργά σε σχέση με όσους συνέχισαν να καπνίζουν. Ο ρυθμός μείωσης της ευχέρειας λόγου ήταν περίπου στο μισό, ενώ η μείωση της μνήμης επιβραδύνθηκε κατά περίπου 20%.
Επειδή η πιο αργή γνωστική εξασθένηση συνδέεται με μικρότερο κίνδυνο άνοιας, τα ευρήματα ενισχύουν την άποψη ότι η διακοπή του καπνίσματος μπορεί να λειτουργήσει προληπτικά απέναντι στη νόσο. Παρ’ όλα αυτά, οι επιστήμονες τονίζουν ότι χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για επιβεβαίωση.
Η επικεφαλής της μελέτης, δρ Mikaela Bloomberg από το University College London, εξήγησε ότι «τα ευρήματά μας δείχνουν πως η διακοπή του καπνίσματος μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να διατηρήσουν καλύτερη γνωστική υγεία σε βάθος χρόνου, ακόμη κι αν κόψουν το κάπνισμα στα 50 ή και αργότερα».
Η ίδια πρόσθεσε:
«Γνωρίζουμε ήδη ότι η διακοπή του καπνίσματος, ακόμη και σε προχωρημένη ηλικία, συνοδεύεται από βελτιώσεις στη σωματική υγεία και την ευεξία. Τώρα φαίνεται πως το ίδιο ισχύει και για τη γνωστική λειτουργία, ποτέ δεν είναι αργά να το κόψετε. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, γιατί οι καπνιστές μέσης και μεγαλύτερης ηλικίας είναι λιγότερο πιθανό να προσπαθήσουν να το κόψουν, ενώ πλήττονται περισσότερο από τις επιπτώσεις του καπνίσματος. Το γεγονός ότι η διακοπή μπορεί να ωφελήσει τη γνωστική υγεία τους ίσως αποτελέσει ένα ακόμη ισχυρό κίνητρο για να το προσπαθήσουν. Και καθώς οι κυβερνήσεις προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της γήρανσης του πληθυσμού, τα ευρήματα αυτά αποτελούν έναν ακόμη λόγο να επενδύσουν πιο σοβαρά στον έλεγχο του καπνίσματος».
Το κάπνισμα θεωρείται επιβαρυντικό για τον εγκέφαλο, κυρίως επειδή επηρεάζει την καρδιαγγειακή υγεία, προκαλώντας βλάβες στα αγγεία που μεταφέρουν οξυγόνο στον εγκέφαλο. Παράλληλα, φαίνεται να προκαλεί χρόνια φλεγμονή και άμεση βλάβη στα εγκεφαλικά κύτταρα μέσω οξειδωτικού στρες, δηλαδή της δημιουργίας ασταθών μορίων που ονομάζονται ελεύθερες ρίζες.
Ο καθηγητής Andrew Steptoe, εκ των συγγραφέων της μελέτης, σημείωσε: «Η πιο αργή γνωστική εξασθένηση συνδέεται με χαμηλότερο κίνδυνο άνοιας. Τα αποτελέσματα αυτά ενισχύουν τις ενδείξεις ότι η διακοπή του καπνίσματος ίσως αποτελεί προληπτική στρατηγική για τη νόσο. Ωστόσο, χρειάζονται επιπλέον μελέτες που να εστιάζουν ειδικά στην άνοια για να επιβεβαιώσουν αυτή τη σχέση».
Προηγούμενες έρευνες είχαν δείξει βραχυπρόθεσμη βελτίωση της γνωστικής λειτουργίας μετά τη διακοπή, αλλά δεν ήταν σαφές αν η βελτίωση αυτή διατηρούνταν μακροπρόθεσμα, ειδικά όταν η διακοπή συνέβαινε σε μεγαλύτερη ηλικία.
Για να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από τρεις μεγάλες εν εξελίξει μελέτες, στις οποίες εθνικά αντιπροσωπευτικά δείγματα συμμετεχόντων απαντούσαν κάθε δύο χρόνια σε ερωτηματολόγια. Οι μελέτες αφορούσαν την Αγγλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και δέκα ακόμη ευρωπαϊκές χώρες.
Περισσότεροι από 4.700 πρώην καπνιστές συγκρίθηκαν με αντίστοιχο αριθμό ατόμων που συνέχισαν να καπνίζουν. Οι δύο ομάδες είχαν παρόμοια αρχικά γνωστικά σκορ και κοινά χαρακτηριστικά, όπως ηλικία, φύλο, επίπεδο εκπαίδευσης και χώρα γέννησης.