Το μικροβίωμα του εντέρου στα πρώτα χρόνια ζωής συνδέεται με την ψυχική υγεία των παιδιών

Το μικροβίωμα του εντέρου στα πρώτα χρόνια ζωής συνδέεται με την ψυχική υγεία των παιδιών
hui sang / Unsplash
Πέμπτη, 30/10/2025 - 18:08

Τα βακτήρια του εντέρου των βρεφών ενδέχεται να επηρεάζουν τη μελλοντική ψυχική τους υγεία.

Το μικροβίωμα του εντέρου ενός βρέφους στα πρώτα χρόνια της ζωής του φαίνεται πως μπορεί να επηρεάζει τον κίνδυνο εμφάνισης κατάθλιψης, άγχους ή άλλων ψυχολογικών προβλημάτων στη μέση παιδική ηλικία, σύμφωνα με νέα μελέτη του UCLA Health. Η επίδραση αυτή φαίνεται να σχετίζεται με τον τρόπο που τα βακτήρια συνδέονται με την επικοινωνία ανάμεσα στα εγκεφαλικά δίκτυα που ρυθμίζουν τα συναισθήματα.

Η μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature Communications, έδειξε ότι τα μικρά παιδιά των οποίων το μικροβίωμα περιείχε σε μεγαλύτερο βαθμό βακτήρια της τάξης Clostridiales και της οικογένειας Lachnospiraceae είχαν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσουν στη κατάθλιψη ή άγχος. Η σύνδεση αυτή δεν ήταν άμεση: η σύσταση του μικροβιώματος στα πρώτα χρόνια της ζωής φάνηκε να σχετίζεται με διαφορές στη συνδεσιμότητα ανάμεσα σε εγκεφαλικά δίκτυα που σχετίζονται με τα συναισθήματα, και αυτές οι διαφορές συνδέθηκαν με άγχος και κατάθλιψη αργότερα στην παιδική ηλικία.

Τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι τα πρώιμα βακτήρια του εντέρου μπορεί να συμβάλλουν στη «ρύθμιση» των εγκεφαλικών κυκλωμάτων που καθορίζουν τη συναισθηματική υγεία αργότερα. Αν δεν αντιμετωπιστούν, τα συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης ενδέχεται να αυξήσουν τον κίνδυνο να επιμείνουν οι ψυχικές δυσκολίες στην εφηβεία και την ενηλικίωση, όπως εξήγησε η επικεφαλής της μελέτης Μπρίτζετ Κάλαχαν από το UCLA.

«Συνδέοντας τα πρώιμα μοτίβα του μικροβιώματος με τη λειτουργία του εγκεφάλου και μετέπειτα συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης, η μελέτη μας παρέχει πρώιμες ενδείξεις ότι τα μικρόβια του εντέρου μπορεί να συμβάλλουν στη διαμόρφωση της ψυχικής υγείας στα κρίσιμα σχολικά χρόνια», ανέφερε η Κάλαχαν, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ψυχολογίας και κάτοχος της έδρας Bernice Wenzel and Wendell Jeffrey στην Αναπτυξιακή Ψυχολογία στο UCLA.

Μέχρι σήμερα, οι περισσότερες έρευνες για τον άξονα εντέρου-εγκεφάλου στα παιδιά είχαν επικεντρωθεί σε βρέφη και νήπια, όχι σε παιδιά σχολικής ηλικίας. Οι μελέτες αυτές εξέταζαν κυρίως πώς η μικροβιακή σύσταση σχετίζεται με πρώιμες λειτουργίες του εγκεφάλου, όπως η κίνηση, η γλώσσα και η μάθηση, παρά με τη συναισθηματική υγεία.

Η ομάδα της Κάλαχαν θέλησε να διαπιστώσει αν η σύνθεση του μικροβιώματος στα πρώτα χρόνια μπορεί να έχει αλυσιδωτή επίδραση στη μελλοντική ψυχική υγεία, σε μια περίοδο που το άγχος και η κατάθλιψη αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους.

Η μελέτη βασίστηκε σε δεδομένα από το πρόγραμμα Growing Up in Singapore Towards Healthy Outcomes (GUSTO), μια μακροχρόνια μελέτη γεννήσεων στη Σιγκαπούρη που συγκέντρωσε διάφορα δεδομένα υγείας από παιδιά, όπως δείγματα κοπράνων στην ηλικία των 2 ετών, μαγνητικές τομογραφίες εγκεφάλου σε κατάσταση ηρεμίας στην ηλικία των 6 ετών, καθώς και απαντήσεις από φροντιστές σχετικά με προβλήματα συμπεριφοράς στην ηλικία των 7,5 ετών.

Οι ερευνητές ανέλυσαν στατιστικά τα δεδομένα, προκειμένου να εντοπίσουν μοτίβα εγκεφαλικής συνδεσιμότητας στην ηλικία των 6 ετών που συνδέονταν ισχυρότερα με τα συμπτώματα κατάθλιψης ή άγχους στην ηλικία των 7,5 ετών. Στη συνέχεια, εξέτασαν πώς τα μικροβιακά προφίλ του εντέρου στην ηλικία των 2 ετών σχετίζονταν με αυτά τα εγκεφαλικά μοτίβα.

Η συσχέτιση ανάμεσα στα συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης και στους πληθυσμούς των μικροβίων Clostridiales και Lachnospiraceae ήταν παρόμοια με τα ευρήματα προηγούμενων ερευνών που είχαν συνδέσει αυτές τις ομάδες μικροβίων με την ψυχική υγεία ενηλίκων. Η Κάλαχαν εξήγησε ότι οι δύο αυτές ομάδες έχουν συσχετιστεί με την απόκριση στο στρες και την κατάθλιψη στους ενήλικες, καθώς και με τις επιπτώσεις πρώιμων παιδικών αντιξοοτήτων. Ορισμένα από αυτά τα μικρόβια φαίνεται πως είναι πιο ευαίσθητα στους στρεσογόνους παράγοντες, κάτι που ίσως εξηγεί τη σύνδεσή τους με την ανάπτυξη των συμπτωμάτων αυτών στην παιδική ηλικία.

Η ερευνήτρια πρόσθεσε ότι μελλοντικές πειραματικές μελέτες θα δείξουν αν οι συσχετίσεις αυτές είναι αιτιώδεις και αν χρειάζονται παρέμβαση.

«Πρέπει να εντοπίσουμε ποια συγκεκριμένα είδη μέσα σε αυτές τις μεγαλύτερες ομάδες ευθύνονται για τα αποτελέσματα. Όταν έχουμε αυτή την πληροφορία, υπάρχουν σχετικά απλοί τρόποι να τροποποιηθεί το μικροβίωμα, όπως με τη χρήση προβιοτικών ή μέσω της διατροφής, που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για την αντιμετώπιση τέτοιων ζητημάτων», εξήγησε η Κάλαχαν, μέλος του Goodman-Luskin Microbiome Center του UCLA Health.