Ένα συμπλήρωμα διατροφής μειώνει τον κίνδυνο για δεύτερο έμφραγμα κατά 50%

Ένα συμπλήρωμα διατροφής μειώνει τον κίνδυνο για δεύτερο έμφραγμα κατά 50%
Alexander Grey / Unsplash
Δευτέρα, 10/11/2025 - 15:12

Τα συμπληρώματα βιταμίνης D3 μπορεί να μειώσουν στο μισό τον κίνδυνο δεύτερου εμφράγματος, σύμφωνα με νέα μελέτη.

Η βιταμίνη D παίζει σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της υγείας, καθώς ενισχύει τα οστά, υποστηρίζει τη λειτουργία των μυών και των νεύρων και επηρεάζει το ανοσοποιητικό σύστημα.

Τα τελευταία χρόνια, οι επιστήμονες μελετούν πιο στενά πώς η βιταμίνη D μπορεί να επηρεάσει την καρδιά. Παρότι προηγούμενες παρατηρητικές μελέτες είχαν δείξει ότι τα χαμηλά επίπεδά της συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών προβλημάτων, τα αποτελέσματα των κλινικών δοκιμών δεν ήταν πάντα ξεκάθαρα.

Οι ερευνητές του Intermountain Health πραγματοποίησαν μια νέα δοκιμή σε ανθρώπους που είχαν ήδη περάσει έμφραγμα. Παρακολούθησαν τα επίπεδα της βιταμίνης D στο αίμα τους και προσάρμοζαν τις δόσεις ώστε να παραμένουν σε ιδανικά επίπεδα καθ’ όλη τη διάρκεια της μελέτης.

Διαπιστώθηκε ότι όσοι λάμβαναν συμπληρώματα είχαν τελικά 50% μικρότερη πιθανότητα να πάθουν ξανά έμφραγμα σε σχέση με όσους δεν έπαιρναν βιταμίνη D3.

Η μελέτη παρουσιάστηκε στο ετήσιο συνέδριο της American Heart Association το 2025, ωστόσο τα αποτελέσματα δεν έχουν ακόμη δημοσιευθεί σε επιστημονικό περιοδικό.

Εξατομικευμένη πρόσληψη D3 για την υγεία της καρδιάς

Σύμφωνα με το Food and Nutrition Board, οι ενήλικες ηλικίας 18 έως 70 ετών χρειάζονται περίπου 600 διεθνείς μονάδες (IU) βιταμίνης D την ημέρα.

Η βιταμίνη D3 μπορεί να προσληφθεί με την έκθεση στον ήλιο, μέσω συμπληρωμάτων ή από τρόφιμα, όπως εμπλουτισμένα δημητριακά και γάλα, αλλά και φυσικά από λιπαρά ψάρια, όπως ο σολομός, ο τόνος και το σκουμπρί.

Η ανεπάρκεια βιταμίνης D μπορεί να οφείλεται σε ελλιπή έκθεση στον ήλιο, κακή διατροφή ή ορισμένα προβλήματα υγείας. Οι γιατροί μπορούν να την εντοπίσουν με εξέταση αίματος και, αν χρειάζεται, να συστήσουν υψηλότερες δόσεις συμπληρωμάτων D3.

Οι επιστήμονες που έκαναν τη συγκεκριμένη μελέτη επικεντρώθηκαν στο αν η στοχευμένη χορήγηση βιταμίνης D3 μπορεί να βοηθήσει όσους έχουν περάσει έμφραγμα.

Όπως εξήγησαν, τα αντικρουόμενα αποτελέσματα προηγούμενων ερευνών ίσως οφείλονται στο ότι όλοι οι συμμετέχοντες λάμβαναν την ίδια δόση. Έτσι, αυτή τη φορά οι δόσεις προσαρμόστηκαν στις ατομικές ανάγκες του καθενός.

Ο μέσος όρος ηλικίας των συμμετεχόντων ήταν 63 ετών, ενώ οι περισσότεροι από τους 630 συμμετέχοντες ήταν άνδρες. Όλοι είχαν υποστεί έμφραγμα τον τελευταίο μήνα πριν από την ένταξη στη μελέτη.

Οι ερευνητές χώρισαν τυχαία τους συμμετέχοντες σε ομάδα ελέγχου και ομάδα που έλαβε στοχευμένη αγωγή με βιταμίνη D3.

Στην αρχή της μελέτης, το 87% των συμμετεχόντων είχε χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D. Ο στόχος ήταν να φτάσουν τα 40 νανογραμμάρια ανά χιλιοστόλιτρο (ng/ml), ενώ ο μέσος όρος ήταν 27 ng/ml.

Σχεδόν 60% των συμμετεχόντων έλαβαν αρχική δόση 5.000 IU βιταμίνης D3. Οι ερευνητές παρακολουθούσαν τα επίπεδά τους καθ’ όλη τη διάρκεια της μελέτης και, αν έπεφταν κάτω από τον στόχο, ρύθμιζαν τη δόση.

Ο κίνδυνος δεύτερου εμφράγματος μειώθηκε στο μισό

Κατά τη διάρκεια της μελέτης, οι ερευνητές κατέγραφαν σοβαρά καρδιαγγειακά συμβάντα, όπως θάνατο, νέο έμφραγμα, εγκεφαλικό ή νοσηλεία για καρδιακή ανεπάρκεια.

Αν και συνολικά δεν υπήρχαν σημαντικές διαφορές στα καρδιακά συμβάντα ανάμεσα στις δύο ομάδες, όσοι λάμβαναν στοχευμένη αγωγή με βιταμίνη D3 είχαν τα μισά περιστατικά επαναλαμβανόμενου εμφράγματος.

Συγκεκριμένα, το ποσοστό δεύτερων εμφραγμάτων ήταν 3,8% στην ομάδα θεραπείας και 7,9% στην ομάδα ελέγχου.

Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι, παρότι η βιταμίνη D3 μπορεί να μην μειώνει όλα τα καρδιαγγειακά συμβάντα, φαίνεται να περιορίζει σημαντικά τον κίνδυνο επαναλαμβανόμενου εμφράγματος.

Οι ερευνητές σκοπεύουν να προχωρήσουν σε μεγαλύτερη κλινική μελέτη για να επιβεβαιώσουν τα ευρήματα.