Η άνοια συνήθως συνδέεται με τους μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους, αλλά δεν εμφανίζεται ξαφνικά. Ορισμένοι παράγοντες κινδύνου μπορεί να ξεκινούν πριν ακόμη γεννηθούμε, ενώ άλλοι εμφανίζονται καθώς μεγαλώνουμε, από την παιδική ηλικία μέχρι την ενηλικίωση.
Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι υπάρχουν παράγοντες κινδύνου για την άνοια που μπορούν να αλλάξουν. Ωστόσο, αν προσπαθήσουμε να τους τροποποιήσουμε αφού ο εγκέφαλος έχει ήδη αρχίσει να εκφυλίζεται, η όποια παρέμβαση δεν έχει μεγάλη αποτελεσματικότητα. Γι’ αυτό οι επιστήμονες στρέφουν πλέον την προσοχή τους στα πρώτα χρόνια της ζωής, αναζητώντας δράσεις που μπορεί να μειώσουν τον κίνδυνο αργότερα.
Άνοια και παράγοντες κινδύνου
Μια μελέτη του 2023 από ερευνητές στη Σουηδία και την Τσεχία εντόπισε ορισμένους παράγοντες κατά τη γέννηση που σχετίζονται με ελαφρώς αυξημένο κίνδυνο άνοιας αργότερα στη ζωή. Κάποιοι από αυτούς, όπως η γέννηση διδύμων, δεν μπορούν να ελεγχθούν, ενώ άλλοι, όπως η μικρή απόσταση μεταξύ γέννησης παιδιών ή η εγκυμοσύνη μετά τα 35, μπορεί να επηρεάσουν τις αποφάσεις των γονέων.
Μια άλλη μελέτη που δημοσιεύθηκε στα τέλη του 2024 εξετάζει παράγοντες κινδύνου για νεαρούς ενήλικες ηλικίας 18 έως 39 ετών. Μια ομάδα υπό το Global Brain Health Institute (GBHI) στην Ιρλανδία συγκέντρωσε ειδικούς από 15 χώρες για να αναπτύξει ένα σχέδιο καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής για τη βελτίωση της υγείας του εγκεφάλου.
«Η νεαρή ενηλικίωση αποτελεί καθοριστική περίοδο παρέμβασης που μπορεί να μειώσει σημαντικά τον κίνδυνο άνοιας αργότερα στη ζωή», δήλωσε η νευροεπιστήμονας Francesca Farina από το GBHI. «Για να διασφαλιστούν καλύτερα αποτελέσματα για τον εγκέφαλο, οι νεαροί ενήλικες πρέπει να συμμετέχουν ενεργά στην έρευνα, την εκπαίδευση και τη χάραξη πολιτικής».
Από τους παράγοντες κινδύνου που εντόπισαν οι ερευνητές, κάποιοι σχετίζονται με τον τρόπο ζωής, όπως η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, το κάπνισμα, η έλλειψη σωματικής δραστηριότητας και η κοινωνική απομόνωση. Άλλοι είναι περιβαλλοντικοί, όπως η έκθεση σε ρύπανση, τραυματισμοί εγκεφάλου, απώλεια ακοής ή όρασης, ή χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης. Και άλλοι, όπως η παχυσαρκία, ο διαβήτης, η υπέρταση, η υψηλή LDL χοληστερόλη και η κατάθλιψη, είναι προβλήματα υγείας που μπορεί να προκύψουν από τον τρόπο ζωής.
Συνολικά, οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι πολλοί από αυτούς τους παράγοντες είναι ενέργειες, που μπορούμε να ακολουθήσουμε για να μειώσουμε τον κίνδυνο εμφάνισης άνοιας, η οποία μπορεί να αρχίζει πολύ νωρίτερα στη ζωή μας απ’ ό,τι πιστεύουν πολλοί.
Άνοια και παιδική ηλικία
Μπορεί οι ρίζες της άνοιας να εκτείνονται μέχρι την παιδική ηλικία ή ακόμη και την πρώιμη βρεφική ηλικία; Η αυξανόμενη επιστημονική τεκμηρίωση δείχνει ότι ναι, και οι εκθέσεις σε παράγοντες κινδύνου κατά την πρώτη δεκαετία της ζωής (ή ακόμη και εντός της μήτρας) μπορεί να έχουν δια βίου συνέπειες για τον κίνδυνο άνοιας.
Οι περισσότερες έρευνες για την άνοια επικεντρώνονται φυσιολογικά στις αλλαγές που σχετίζονται με τη γήρανση και την πτώση των γνωστικών ικανοτήτων αργότερα στη ζωή. Ωστόσο, υπάρχουν ολοένα και περισσότερα στοιχεία ότι πολλές από τις διαφορές στη δομή και τη λειτουργία του εγκεφάλου που σχετίζονται με την άνοια στους ηλικιωμένους υπήρχαν τουλάχιστον μερικώς από την παιδική ηλικία.
«Σε μακροχρόνιες μελέτες όπου η γνωστική ικανότητα των ανθρώπων παρακολουθείται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους, ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες για την εξήγηση της γνωστικής ικανότητας στα 70 είναι η γνωστική ικανότητα όταν ήταν 11 ετών», εξήγησαν οι συγγραφείς της μελέτης. «Δηλαδή, οι ηλικιωμένοι με χαμηλότερες γνωστικές ικανότητες συχνά είχαν αυτές τις χαμηλές ικανότητες από την παιδική τους ηλικία, και οι διαφορές δεν οφείλονται αποκλειστικά σε ταχύτερη γήρανση».
Ένα άλλο πιθανό σημάδι είναι η ύπαρξη τραυματισμών ή ανωμαλιών στον εγκέφαλο αργότερα στη ζωή που μπορεί να συνδέονται με γεγονότα ή συμπεριφορές της νεότητας.
«Παρόμοια μοτίβα παρατηρούνται και όταν ψάχνουμε για ενδείξεις ζημιάς σχετικής με την άνοια σε απεικονιστικές εξετάσεις του εγκεφάλου, με ορισμένες αλλαγές να σχετίζονται περισσότερο με παράγοντες κινδύνου στην πρώιμη ζωή παρά με τον τρέχοντα ανθυγιεινό τρόπο ζωής», εξήγησαν οι συγγραφείς.
Συνολικά, ίσως ήρθε η ώρα η πρόληψη της άνοιας να θεωρηθεί στόχος για ολόκληρη τη ζωή, και όχι απλώς ζήτημα της τρίτης ηλικίας.
Το αλκοόλ και το κάπνισμα, για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι βλάπτουν την υγεία γενικά, ενώ ένας τραυματισμός εγκεφάλου αποτελεί άμεσο κίνδυνο για μελλοντική άνοια. Άλλοι, όμως, ακολουθούν πιο «περίπλοκη» διαδρομή, η απώλεια ακοής ή όρασης, για παράδειγμα, συνδέεται επίσης με την άνοια, πιθανόν λόγω εκφυλισμού του εγκεφάλου ή κοινωνικής απομόνωσης.
Η γνώση των κινδύνων είναι ένα πράγμα, αλλά η μείωσή τους είναι πιο δύσκολη. Οι ερευνητές προτείνουν ότι το ζήτημα μπορεί να αντιμετωπιστεί καλύτερα μέσω μέτρων σε ατομικό, κοινοτικό και εθνικό επίπεδο.
Η ομάδα αναφέρει τέλος, ότι νέοι παράγοντες χρειάζονται περαιτέρω μελέτη, όπως τα υπερ-επεξεργασμένα τρόφιμα, η χρήση ναρκωτικών, ο χρόνος οθόνης, το στρες και η έκθεση σε μικροπλαστικά.
Η έρευνα δημοσιεύθηκε στο περιοδικό The Lancet: Healthy Longevity.








