Μια πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Frontiers in Nutrition δείχνει ότι οι δίαιτες χαμηλές σε υδατάνθρακες ενδέχεται να είναι πιο αποτελεσματικές από τις δίαιτες χαμηλές σε λιπαρά όσον αφορά τη μείωση της πείνας και τη διαχείριση της διατροφικής συμπεριφοράς.
Η μελέτη έγινε σε γυναίκες με λιποίδημα, μια πάθηση που μοιάζει με την παχυσαρκία και χαρακτηρίζεται από υπερβολική συσσώρευση λίπους κυρίως στα κάτω άκρα.
Η ρύθμιση της όρεξης είναι μια σύνθετη διαδικασία, η οποία βασίζεται στην αλληλεπίδραση εσωτερικών βιολογικών σημάτων που διατηρούν την ενεργειακή ισορροπία και εξωτερικών παραγόντων που σχετίζονται με την ανταμοιβή και την απόλαυση. Η λεγόμενη ηδονική πείνα είναι μια μορφή πείνας που καθοδηγείται από την ευχαρίστηση και όχι από πραγματικές ενεργειακές ανάγκες. Παίζει σημαντικό ρόλο στη διατροφική συμπεριφορά και συχνά οδηγεί σε υπερκατανάλωση ιδιαίτερα εύγευστων τροφίμων.
Οι ερευνητές επιχείρησαν να διερευνήσουν αν η ρύθμιση της όρεξης και οι διατροφικές συμπεριφορές μεταβάλλονται με διαφορετικό τρόπο σε γυναίκες με λιποίδημα και παχυσαρκία, όταν ακολουθούν δίαιτα χαμηλή σε υδατάνθρακες ή χαμηλή σε λιπαρά.
Τι έδειξε η μελέτη
Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από δευτερογενή ανάλυση τυχαιοποιημένης κλινικής δοκιμής, η οποία συνέκρινε τις επιδράσεις μιας δίαιτας χαμηλής σε υδατάνθρακες και μιας δίαιτας χαμηλής σε λιπαρά στον πόνο σε γυναίκες με λιποίδημα και παχυσαρκία. Συνολικά, 70 συμμετέχουσες κατανεμήθηκαν τυχαία σε δύο ομάδες παρέμβασης.
Οι γυναίκες που ακολούθησαν δίαιτα χαμηλή σε υδατάνθρακες κατανάλωναν 75 γρ. υδατανθράκων την ημέρα, ενώ όσες εντάχθηκαν στην ομάδα χαμηλών λιπαρών κατανάλωναν 180 γρ. υδατανθράκων και 27 γρ. λιπαρών ημερησίως, για το ίδιο χρονικό διάστημα των 8 εβδομάδων. Και στις δύο ομάδες, η ενεργειακή πρόσληψη και η πρόσληψη πρωτεΐνης ήταν οι ίδιες, συγκεκριμένα 1200 θερμίδες και 60 γρ. πρωτεΐνης ημερησίως.
Η επίδραση των διατροφικών παρεμβάσεων στην ηδονική πείνα και στη διατροφική συμπεριφορά αξιολογήθηκε με τη χρήση επικυρωμένων ερωτηματολογίων.
Η δίαιτα χαμηλή σε υδατάνθρακες μείωσε την ανταπόκριση στα ερεθίσματα τροφής
Τα αποτελέσματα έδειξαν σημαντική βελτίωση σε ένα επιμέρους στοιχείο της ηδονικής πείνας στις συμμετέχουσες που ακολούθησαν δίαιτα χαμηλή σε υδατάνθρακες. Αντίθετα, αντίστοιχη βελτίωση δεν καταγράφηκε στην ομάδα που ακολούθησε δίαιτα χαμηλή σε λιπαρά.
Στην ομάδα χαμηλών υδατανθράκων παρατηρήθηκε επίσης σημαντική μείωση της συναισθηματικής υπερφαγίας, δηλαδή της τάσης για κατανάλωση τροφής ως αντίδραση σε αρνητικά συναισθήματα. Στην ομάδα χαμηλών λιπαρών, αντίθετα, καταγράφηκε αύξηση της περιοριστικής διατροφικής συμπεριφοράς, που αντανακλά τη συνειδητή προσπάθεια ελέγχου ή περιορισμού της πρόσληψης τροφής με στόχο τη ρύθμιση του σωματικού βάρους.
Δεν εντοπίστηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων στις συνολικές κατηγορίες διατροφικής συμπεριφοράς, γεγονός που υποδηλώνει ότι ορισμένα από τα ευρήματα αφορούσαν μεταβολές εντός της κάθε ομάδας.
Ο περιορισμός των υδατανθράκων δείχνει πλεονεκτήματα στον έλεγχο της όρεξης
Συνολικά, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι δίαιτες χαμηλές σε υδατάνθρακες μπορεί να είναι πιο αποτελεσματικές από τις δίαιτες χαμηλές σε λιπαρά στη βελτίωση της ηδονικής πείνας και της διατροφικής συμπεριφοράς σε γυναίκες με λιποίδημα και παχυσαρκία.
Στο τέλος της 8 εβδομάδων παρέμβασης με δίαιτα χαμηλή σε υδατάνθρακες καταγράφηκε σημαντική μείωση στην ηδονική πείνα, με τις μεταβολές να διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των δύο ομάδων.
Η γκρελίνη και η ινσουλίνη είναι δύο ορμόνες που παίζουν καθοριστικό ρόλο στη ρύθμιση των εγκεφαλικών μηχανισμών ανταμοιβής, μέσω της επίδρασής τους στις ντοπαμινεργικές οδούς. Τα διαθέσιμα δεδομένα δείχνουν ότι οι δίαιτες χαμηλές σε υδατάνθρακες καταστέλλουν πιο αποτελεσματικά την έκκριση αυτών των ορμονών και βελτιώνουν την ευαισθησία στην ινσουλίνη, σε σύγκριση με τις δίαιτες χαμηλές σε λιπαρά.
Αντίθετα, έχει διαπιστωθεί ότι οι δίαιτες χαμηλές σε λιπαρά αυξάνουν τον τονικό ντοπαμινεργικό τόνο σε περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με την ανταμοιβή και επηρεάζουν τις επιλογές τροφίμων με τρόπο που μπορεί να δυσχεραίνει τη μακροχρόνια συμμόρφωση στη δίαιτα. Τα ευρήματα αυτά συνάδουν με τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης.
Τέλος, καταγράφηκε σημαντική μείωση σε επιμέρους στοιχείο της συναισθηματικής υπερφαγίας στις συμμετέχουσες που ακολούθησαν δίαιτα χαμηλή σε υδατάνθρακες. Προηγούμενα δεδομένα δείχνουν ότι οι κετογονικές δίαιτες, οι οποίες χαρακτηρίζονται από υψηλή πρόσληψη λιπαρών και πολύ χαμηλή πρόσληψη υδατανθράκων, μπορούν να ενισχύσουν τη συναισθηματική σταθερότητα, αυξάνοντας τον ανασταλτικό νευροδιαβιβαστή GABA και μειώνοντας τη νευροφλεγμονή. Αν και η παρούσα παρέμβαση δεν ήταν αυστηρά κετογονική, τα στοιχεία αυτά βοηθούν στην ερμηνεία των παρατηρούμενων αλλαγών.








