Έκθεση σε οθόνες: Τι επιπτώσεις έχει στα παιδιά κάτω των 2 ετών

Έκθεση σε οθόνες: Τι επιπτώσεις έχει στα παιδιά κάτω των 2 ετών
Sanket Mishra / Unsplash
Τρίτη, 30/12/2025 - 18:29

Ο χρόνος που περνούν σε οθόνες παιδιά κάτω των 2 ετών συνδέεται με αισθητηριακές διαφορές στη νηπιακή ηλικία, σύμφωνα με μελέτη.

Η έκθεση στην τηλεόραση κατά τα πρώτα δύο χρόνια ζωής του παιδιού φαίνεται να συνδέεται με αισθητηριακές διαφορές αργότερα, στη νηπιακή ηλικία, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη.

Συγκεκριμένα, τα παιδιά που παρακολουθούσαν τηλεόραση ή DVD στην ηλικία των 12 μηνών είχαν έως τους 36 μήνες διπλάσιες πιθανότητες να εμφανίσουν «άτυπη αισθητηριακή επεξεργασία», δηλαδή δυσκολίες στην επεξεργασία καθημερινών αισθητηριακών ερεθισμάτων, σε σύγκριση με συνομηλίκους τους. Επιπλέον, μετά τους 18 μήνες ζωής, κάθε επιπλέον ώρα ημερήσιας έκθεσης σε οθόνη συσχετίστηκε με περίπου 20% αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης αισθητηριακών διαφορών, σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο JAMA Pediatrics.

Για τις ανάγκες της έρευνας, οι επιστήμονες ανέλυσαν 1.500 ερωτηματολόγια φροντιστών σχετικά με τις αισθητηριακές προτιμήσεις των παιδιών τους, όπως η ευαισθησία, η προτίμηση ή η αποφυγή διαφορετικών ήχων, φωτισμού και υφών. Η μελέτη αφορούσε αποκλειστικά την παρακολούθηση τηλεόρασης και όχι τη χρήση smartphones ή tablets, καθώς τα δεδομένα συλλέχθηκαν πριν από το 2014.

Η μελέτη, με επικεφαλής ερευνητές του Drexel University, έρχεται να προστεθεί σε προηγούμενα ευρήματα που δείχνουν ότι ο χρόνος έκθεσης σε οθόνες επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά μιλούν, ακούν, αισθάνονται και σκέφτονται.

Άλλη μελέτη που δημοσιεύθηκε πέρυσι έδειξε ότι ο χρόνος έκθεσης σε οθόνες σε παιδιά ηλικίας ενός έτους συσχετίστηκε με αναπτυξιακές καθυστερήσεις στην επίλυση προβλημάτων και στην επικοινωνία ήδη από τις ηλικίες των 2 και 4 ετών.

Σημειώνουμε ότι οι ειδικοί συστήνουν την αποφυγή κάθε μορφής έκθεση σε οθόνη για παιδιά κάτω των 2 ετών, με εξαίρεση τις ζωντανές βιντεοκλήσεις, όπως το FaceTime με συγγενείς. Παράλληλα, προτείνει όριο μίας ώρας ημερησίως για παιδιά ηλικίας 2 έως 5 ετών.

Παρά τις συστάσεις αυτές, τα στοιχεία δείχνουν ότι η πλειονότητα των παιδιών κάτω των 5 ετών εκτίθεται σε περισσότερη οθόνη από όση προτείνεται, γεγονός που αποδίδεται, μεταξύ άλλων, στη διάδοση των κινητών συσκευών, στην εύκολη πρόσβαση σε ψηφιακό περιεχόμενο ειδικά σχεδιασμένο για παιδιά και στην αύξηση του χρόνου έκθεσης σε οθόνες κατά την περίοδο της πανδημίας του κορωνοϊού.

Τι είναι οι αισθητηριακές δυσκολίες

Οι αισθητηριακές δυσκολίες μπορεί να εκδηλώνονται με πολλούς τρόπους, από δυσφορία με συγκεκριμένα ρούχα έως διαφορετική αντίδραση σε έντονο φως ή δυνατούς θορύβους, σύμφωνα με το Child Mind Institute. Το φάσμα αυτών των δυσκολιών είναι ευρύ, καθώς σε ορισμένα παιδιά επηρεάζουν ελάχιστα την καθημερινότητά τους, ενώ σε άλλα παρεμβαίνουν ουσιαστικά στη λειτουργικότητά τους.

Οι αισθητηριακές διαφορές μπορεί να εμφανίζονται μεμονωμένα, αλλά ορισμένες φορές συνυπάρχουν με καταστάσεις όπως ο αυτισμός, η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής με υπερκινητικότητα (ΔΕΠΥ) και η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (OCD). Ωστόσο, η συγκεκριμένη μελέτη δεν μπορούσε να σχολιάσει τη συχνότητα αυτών των καταστάσεων σε σχέση με τον χρόνο οθόνης.

Η Karen Heffler, αναπληρώτρια καθηγήτρια ψυχιατρικής στο Drexel University και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, ανέφερε ότι το ενδιαφέρον της για την επίδραση του χρόνου έκθεσης σε οθόνες στα μικρά παιδιά ξεκίνησε μετά τη διάγνωση αυτισμού στον γιο της.

Όπως εξήγησε, η μελέτη προσθέτει νέα δεδομένα για τον χρόνο οθόνης σε πολύ μικρές ηλικίες, ιδιαίτερα κάτω του ενός έτους, καθώς οι περισσότερες προηγούμενες έρευνες είχαν επικεντρωθεί σε μεγαλύτερα παιδιά.

Τι σημαίνουν τα ευρήματα για τους γονείς

Αν και οι ειδικοί συμφωνούν ότι ο περιορισμός του χρόνου έκθεσης σε οθόνες γενικά ευνοεί την ανάπτυξη του εγκεφάλου, επισημαίνουν ότι τα ευρήματα δεν αποδεικνύουν πως η ίδια η οθόνη προκαλεί άμεσα τις αισθητηριακές διαφορές.

Η Emily Myers, παιδίατρος με εξειδίκευση στη νευροαναπτυξιακή ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον και στο Παιδιατρικό Νοσοκομείο του Σιάτλ, εξήγησε ότι ο μη διαδραστικός χρόνος έκθεσης σε οθόνες μειώνει τις ευκαιρίες των παιδιών να αναπτύξουν δεξιότητες αυτορρύθμισης και σύνδεσης με το φυσικό τους περιβάλλον. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα παιδιά μπορεί να καταφεύγουν στις οθόνες για να αυτορυθμιστούν, λόγω προϋπάρχουσων αισθητηριακών διαφορών.

Τόνισε επίσης ότι το οικογενειακό περιβάλλον παίζει καθοριστικό ρόλο και ότι ο χρόνος έκθεσης σε οθόνες μπορεί να λειτουργεί ως ένδειξη για άλλες δυσκολίες στο σπίτι που επηρεάζουν την ανάπτυξη.

Η μελέτη του Drexel συσχέτισε τον χρόνο οθόνης αποκλειστικά με αισθητηριακές διαφορές και όχι απαραίτητα με καταστάσεις όπως η ADHD ή ο αυτισμός, αν και παλαιότερες έρευνες δείχνουν ότι τα παιδιά με αυτές τις διαγνώσεις συχνά εμφανίζουν και αισθητηριακές ιδιαιτερότητες.

Η παιδίατρος Jade Cobern από το Johns Hopkins επισήμανε ότι, παρότι ορισμένες αισθητηριακές αλλαγές στους 18 και 24 μήνες μπορεί να σχετίζονται με την ανάπτυξη αυτισμού, είναι δύσκολο να προβλεφθεί αν αυτές οι διαφορές θα επηρεάσουν θετικά ή αρνητικά τη μελλοντική εμπειρία ζωής ενός παιδιού.

Όπως ανέφερε, αν οι αισθητηριακές διαφορές δυσκολεύουν το παιδί να αλληλεπιδρά ουσιαστικά με τον κόσμο ή του προκαλούν έντονη δυσφορία, τότε αρχίζει να υπάρχει λόγος ανησυχίας.

Όταν συμβουλεύει γονείς για τη μείωση του χρόνου έκθεσης σε οθόνες, η Myers αναγνωρίζει ότι οι οθόνες είναι πλέον πανταχού παρούσες στη σύγχρονη καθημερινότητα, ακόμη και για τους ενήλικες, γεγονός που καθιστά ιδιαίτερα δύσκολη την πλήρη αποσύνδεση των μικρών παιδιών.

Προηγούμενες μελέτες έχουν αναδείξει ως βασικά εμπόδια τη γονεϊκή κόπωση, την εξουθένωση και την έλλειψη οικονομικά προσιτών εναλλακτικών δραστηριοτήτων, ενώ πολλοί γονείς βιώνουν ενοχές όταν προσπαθούν να περιορίσουν τον χρόνο οθόνης.

Στην πράξη, η Myers προτείνει μια πιο ολιστική προσέγγιση, εξετάζοντας αν καλύπτονται βασικές ανάγκες της οικογένειας, όπως η στέγαση, η διατροφή και η ασφάλεια, ενώ δίνει έμφαση και στην ενίσχυση της σχέσης γονέα και παιδιού.

Τέλος, η Cobern υπογραμμίζει την ανάγκη εξατομικευμένων λύσεων, με ρεαλιστικούς τρόπους μείωσης του μη διαδραστικού χρόνου έκθεσης σε οθόνες και ενίσχυσης δραστηριοτήτων που υποστηρίζουν την ανάπτυξη, όπως το διάβασμα, το παιχνίδι και η κοινωνική αλληλεπίδραση.