Η απόκτηση ενός μωρού είναι μια εμπειρία που αλλάζει τη ζωή. Το να γίνετε μαμά είναι συναρπαστικό, αλλά μπορεί επίσης να είναι κουραστικό και αγχωτικό. Είναι φυσιολογικό να νιώθετε ανησυχία ή αμφιβολία, ειδικά αν είναι η πρώτη φορά που φροντίζετε μωρό. Ωστόσο, αν τα συναισθήματά σας περιλαμβάνουν έντονη θλίψη, μοναξιά, ξαφνικές εναλλαγές διάθεσης ή συχνά ξεσπάσματα κλάματος, μπορεί να αντιμετωπίζετε επιλόχεια κατάθλιψη.
Η επιλόχεια κατάθλιψη (PPD) είναι μια μορφή κατάθλιψης που εμφανίζεται μετά τον τοκετό και δεν επηρεάζει μόνο τη βιολογική μητέρα, αλλά μπορεί να αφορά και παρένθετες μητέρες ή θετούς γονείς. Οι ορμονικές, σωματικές, συναισθηματικές, οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές που συμβαίνουν μετά τον τοκετό μπορούν να πυροδοτήσουν συμπτώματα επιλόχειας κατάθλιψης. Αν αντιμετωπίζετε τέτοια συμπτώματα, είναι σημαντικό να γνωρίζετε ότι δεν είστε οι μόνες και ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί.
Τύποι επιλόχειας κατάθλιψης
Υπάρχει η θλίψη μετά τον τοκετό ή «baby blues» επηρεάζει μεταξύ 50% και 75% των γυναικών και χαρακτηρίζεται από παρατεταμένα ξεσπάσματα κλάματος, θλίψη και άγχος τις πρώτες ημέρες μετά τη γέννα. Συνήθως υποχωρεί μέσα σε δύο εβδομάδες χωρίς θεραπεία, αλλά η υποστήριξη από οικογένεια και φίλους είναι πάντα χρήσιμη.
Η επιλόχεια κατάθλιψη είναι σοβαρότερη και επηρεάζει περίπου 1 στις 7 νέες μητέρες. Μπορεί να εμφανιστούν διακυμάνσεις διάθεσης, συχνό κλάμα, ευερεθιστότητα, κόπωση, καθώς και αισθήματα ενοχής, άγχους και αδυναμίας να φροντίσετε το μωρό ή τον εαυτό σας. Τα συμπτώματα μπορεί να εμφανιστούν εντός μιας εβδομάδας από τον τοκετό ή σταδιακά έως και ένα χρόνο αργότερα και η θεραπεία με ψυχοθεραπεία ή αντικαταθλιπτικά είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική.
Η διάκριση μεταξύ «baby blues» και επιλόχειας κατάθλιψης είναι σημαντική. Τα συμπτώματα των «baby blues» διαρκούν περίπου δέκα ημέρες και είναι λιγότερο έντονα, ενώ η επιλόχεια κατάθλιψη μπορεί να διαρκέσει εβδομάδες ή μήνες και να επηρεάζει σοβαρά την καθημερινότητα.
Ορισμένοι παράγοντες αυξάνουν τον κίνδυνο επιλόχειας κατάθλιψης, όπως προσωπικό ή οικογενειακό ιστορικό κατάθλιψης, περιορισμένη κοινωνική υποστήριξη, συγκρούσεις στη σχέση ή με τον εαυτό σας, επιπλοκές στην εγκυμοσύνη ή τον τοκετό, ηλικία κάτω των 20 ετών, μονογονεϊκή κατάσταση ή η φροντίδα ενός μωρού με ειδικές ανάγκες. Οι αλλαγές στη ζωή και το σώμα μετά τον τοκετό ενισχύουν επίσης τον κίνδυνο.
Συμπτώματα επιλόχειας κατάθλιψης
Η επιλόχεια κατάθλιψη μπορεί να προκαλέσει συναισθήματα λύπης, αναξιότητας ή απελπισίας, υπερβολική ανησυχία, απώλεια ενδιαφέροντος για δραστηριότητες, αλλαγές στην όρεξη ή στον ύπνο, κλάμα χωρίς λόγο, δυσκολία στη σκέψη και συγκέντρωση, καθώς και σκέψεις αυτοκτονίας ή επιθετικότητας προς το μωρό. Είναι σημαντικό να επικοινωνήσετε με κάποιον ειδικό άμεσα, για την αξιολόγηση των συμπτωμάτων σας.
Αιτίες επιλόχειας κατάθλιψης
Η επιλόχεια κατάθλιψη συνδέεται με τη ραγδαία πτώση των ορμονών μετά τον τοκετό, ειδικά των οιστρογόνων και της προγεστερόνης, που επανέρχονται στα επίπεδα πριν την εγκυμοσύνη μέσα σε λίγες ημέρες. Επιπλέον, οι ψυχολογικές και κοινωνικές αλλαγές, όπως η σωματική αποκατάσταση, η έλλειψη ύπνου, οι νέες ευθύνες και οι αλλαγές στις σχέσεις, αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης κατάθλιψης.
Πώς επηρεάζεται το μωρό
Η επιλόχεια κατάθλιψη μπορεί να δυσκολέψει τη δημιουργία δεσμού με το μωρό, να επηρεάσει τη συμπεριφορά και τη μάθηση του παιδιού, να οδηγήσει σε παραλείψεις ραντεβού με τον παιδίατρο, προβλήματα ύπνου ή φαγητού, καθώς και σε μειωμένες κοινωνικές δεξιότητες. Η έγκαιρη θεραπεία είναι κρίσιμη τόσο για τη μητέρα, όσο και για το παιδί, σύμφωνα με την Cleveland Clinic.
Διάγνωση και θεραπεία
Δεν υπάρχει συγκεκριμένη εξέταση για την επιλόχειο κατάθλιψη. Η διάγνωση γίνεται μέσω αξιολόγησης της ψυχολογικής κατάστασης και, αν χρειαστεί, εργαστηριακών εξετάσεων, ανάλογα πώς θα υποδείξει ένας ειδικός σε θέματα ψυχικής υγείας. Η θεραπεία μπορεί να περιλαμβάνει ψυχοθεραπεία, αντικαταθλιπτικά, συμμετοχή σε ομάδες υποστήριξης. Η υποστήριξη, η επικοινωνία με ένα ειδικό και η φροντίδα του εαυτού σας είναι βασικά στοιχεία για την αποκατάσταση. Η ισορροπία διατροφής, η άσκηση, η ξεκούραση, η κοινωνική επαφή και η αυτοφροντίδα συμβάλλουν σημαντικά στην αντιμετώπιση της κατάστασης.