Η σχιζοφρένεια είναι μια σοβαρή ψυχιατρική διαταραχή που μπορεί να αποδιοργανώσει σε μεγάλο βαθμό την καθημερινή ζωή των ασθενών. Εκδηλώνεται με ψευδαισθήσεις, αποδιοργανωμένο λόγο και σκέψη, ψευδείς πεποιθήσεις για τον εαυτό ή τον κόσμο, δυσκολίες συγκέντρωσης και άλλα συμπτώματα. Παρά τις πολλές έρευνες που έχουν γίνει, οι βιολογικοί και νευρολογικοί μηχανισμοί της δεν έχουν αποσαφηνιστεί πλήρως.
Παλαιότερες μελέτες απεικόνισης εγκεφάλου είχαν δείξει ότι η σχιζοφρένεια μπορεί να σχετίζεται με ανώμαλα επίπεδα σιδήρου και μυελίνης, ωστόσο τα αποτελέσματα δεν ήταν συνεπή. Ο σίδηρος είναι απαραίτητος για την υγιή λειτουργία του εγκεφάλου, ενώ η μυελίνη, μια λιπώδης ουσία που περιβάλλει τις νευρικές ίνες, τις προστατεύει και ενισχύει τη μετάδοση των ηλεκτρικών σημάτων.
Με στόχο να ρίξουν περισσότερο φως στη σχέση αυτή, ερευνητές από το King’s College London, το Hammersmith Hospital και το Imperial College London μελέτησαν πιο προσεκτικά τα επίπεδα σιδήρου και μυελίνης στον εγκέφαλο ασθενών με σχιζοφρένεια. Τα ευρήματά τους, που δημοσιεύθηκαν στο Molecular Psychiatry, έδειξαν νέους πιθανούς βιοδείκτες της νόσου.
«Ο σίδηρος είναι απαραίτητος για πολλές λειτουργίες των νευρικών κυττάρων, αλλά η υπερβολική ποσότητα προκαλεί οξειδωτική βλάβη. Έτσι, τα επίπεδα στον εγκέφαλο πρέπει να παραμένουν σε εύθραυστη ισορροπία», εξήγησε ο δρ. Luke J. Vano, πρώτος συγγραφέας της μελέτης. «Μελέτες MRI ευαίσθητες στον σίδηρο που εστίασαν στη σχιζοφρένεια έχουν δώσει αντικρουόμενα αποτελέσματα. Επειδή η μυελίνη, που αυξάνει την ταχύτητα μετάδοσης των σημάτων στον εγκέφαλο, επηρεάζει αυτές τις μετρήσεις, η μεταβλητότητά της μπορεί να περιπλέξει την ερμηνεία».
Οι ερευνητές μελέτησαν τους εγκεφάλους 85 ασθενών με σχιζοφρένεια και 86 ατόμων σε ομάδα ελέγχου με παρόμοια χαρακτηριστικά. Χρησιμοποίησαν προηγμένες τεχνικές μαγνητικής τομογραφίας, ευαίσθητες στον σίδηρο και στη μυελίνη, ώστε να εντοπίσουν τα επίπεδά τους σε συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου.
«Χρησιμοποιήσαμε quantitative susceptibility mapping (QSM) για να μετρήσουμε τη μαγνητική επιδεκτικότητα, που αυξάνεται με τον σίδηρο και μειώνεται με τη μυελίνη. Παράλληλα, εφαρμόσαμε MRI διάχυσης για να υπολογίσουμε τη μέση διαχυτότητα και την ανισοτροπία μαγνητικής επιδεκτικότητας, δείκτες που επηρεάζονται αντίστοιχα από τα επίπεδα μυελίνης», εξήγησε ο δρ. Vano. «Συγκρίναμε τις μετρήσεις για να δούμε αν οι διαφορές οφείλονταν στον σίδηρο ή στη μυελίνη και τις συσχετίσαμε με χάρτες γονιδιακής έκφρασης από μεταθανάτιες μελέτες, ώστε να εντοπίσουμε ποιοι κυτταρικοί τύποι εμπλέκονται».
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι ασθενείς με σχιζοφρένεια παρουσίαζαν ανωμαλίες σε συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου, όπως το ραβδωτό σώμα, το κέλυφος και η ωχρά σφαίρα. Τα ευρήματα αυτά συμφωνούν με ορισμένες προηγούμενες έρευνες και δίνουν μια πιο ξεκάθαρη εικόνα για την παθοφυσιολογία της νόσου.
«Διαπιστώσαμε χαμηλότερη μαγνητική επιδεκτικότητα, υψηλότερη μέση διαχυτότητα και χαμηλότερη ανισοτροπία μαγνητικής επιδεκτικότητας, κάτι που δείχνει ότι τόσο τα επίπεδα σιδήρου όσο και μυελίνης είναι μειωμένα στη σχιζοφρένεια», ανέφερε ο δρ. Vano. «Οι διαφορές ήταν πιο έντονες σε περιοχές πλούσιες σε ολιγοδενδροκύτταρα. Επειδή τα ολιγοδενδροκύτταρα χρησιμοποιούν σίδηρο για να συνθέσουν μυελίνη, η δυσλειτουργία τους φαίνεται να συνδέεται με τη νόσο, γεγονός που αναδεικνύει έναν σημαντικό μηχανισμό προς περαιτέρω μελέτη».
Η συγκεκριμένη έρευνα μπορεί να ανοίξει τον δρόμο για νέες μελέτες σχετικά με το πώς οι ελλείψεις σιδήρου και μυελίνης επηρεάζουν τα συμπτώματα της σχιζοφρένειας. Στο μέλλον, θα μπορούσε να οδηγήσει και σε εναλλακτικές θεραπευτικές προσεγγίσεις, όπως η ενίσχυση της αποκατάστασης της μυελίνης ή η αύξηση των επιπέδων σιδήρου.
«Το επόμενο βήμα είναι να εξετάσουμε τους ίδιους δείκτες στη διπολική διαταραχή και σε άτομα που κινδυνεύουν να αναπτύξουν σχιζοφρένεια», πρόσθεσε ο δρ. Vano. «Θα αξιολογήσουμε επίσης αν μπορούν να προβλέψουν την ανταπόκριση στις ψυχιατρικές θεραπείες».