H παχυσαρκία επιταχύνει ραγδαία την εξέλιξη της νόσου Αλτσχάιμερ – Τι δείχνει νέα μελέτη

H παχυσαρκία επιταχύνει ραγδαία την εξέλιξη της νόσου Αλτσχάιμερ – Τι δείχνει νέα μελέτη
Robina Weermeijer / Unsplash
Πέμπτη, 11/12/2025 - 13:40

Η παχυσαρκία φαίνεται να επιταχύνει την αύξηση των αιματολογικών δεικτών που σχετίζονται με το Αλτσχάιμερ πολύ πιο γρήγορα απ’ όσο πιστεύαμε μέχρι σήμερα.

Ερευνητές πραγματοποίησαν την πρώτη μελέτη που εξετάζει πώς η παχυσαρκία επηρεάζει τους αιματολογικούς βιοδείκτες της νόσου Αλτσχάιμερ (BBMs). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα που παρουσιάστηκαν στην ετήσια συνάντηση της Radiological Society of North America, τα επίπεδα των βιοδεικτών αυξήθηκαν έως και 95% ταχύτερα σε άτομα με παχυσαρκία σε σχέση με εκείνα χωρίς παχυσαρκία.

«Είναι η πρώτη φορά που καταγράφουμε τη σχέση μεταξύ παχυσαρκίας και νόσου Αλτσχάιμερ μέσω αιματολογικών εξετάσεων», εξήγησε στο Science Daily ο Cyrus Raji, επικεφαλής της μελέτης και ερευνητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον.

Για να διερευνήσει αυτή τη σχέση, η ερευνητική ομάδα ανέλυσε δεδομένα πέντε ετών από 407 εθελοντές που συμμετείχαν στο πρόγραμμα Alzheimer’s Disease Neuroimaging Initiative, το οποίο παρείχε τόσο απεικονίσεις εγκεφάλου με τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (PET) όσο και δείγματα αίματος. Οι τομογραφίες PET καταγράφουν τη συσσώρευση βήτα-αμυλοειδούς στον εγκέφαλο, μια χαρακτηριστική ένδειξη της νόσου Αλτσχάιμερ.

Οι ερευνητές εξέτασαν δείγματα πλάσματος για διάφορους βιοδείκτες που σχετίζονται με τη νόσο, όπως τα επίπεδα pTau217 (που χρησιμοποιούνται στη διάγνωση και παρακολούθηση της νόσου), την ελαφριά αλυσίδα νευροϊνιδίων (NfL), μια πρωτεΐνη που απελευθερώνεται από κατεστραμμένους νευρώνες, και την πρωτεΐνη GFAP, η οποία εκφράζεται κυρίως στα αστροκύτταρα (κύτταρα που υποστηρίζουν και προστατεύουν τους νευρώνες στον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό).

Η παχυσαρκία επιταχύνει τις αλλαγές που συνδέονται με το Αλτσχάιμερ

Καθώς περνούσαν τα χρόνια, τόσο οι αιματολογικοί βιοδείκτες όσο και οι τομογραφίες PET έδειξαν ότι τα άτομα με παχυσαρκία εμφάνιζαν ταχύτερη συσσώρευση παθολογικών αλλαγών που σχετίζονται με τη νόσο Αλτσχάιμερ, σε σύγκριση με όσους δεν ήταν παχύσαρκοι. Οι συμμετέχοντες με παχυσαρκία εμφάνισαν αύξηση των επιπέδων pTau217 στο πλάσμα κατά 29% έως 95% πιο γρήγορα. Η παχυσαρκία στην έναρξη της μελέτης συνδέθηκε επίσης με 24% ταχύτερη αύξηση της πρωτεΐνης NfLκαι 3,7% ταχύτερη συσσώρευση αμυλοειδούς.

Ο δρ Raji επισήμανε ότι οι αιματολογικές εξετάσεις αποδείχθηκαν πιο ευαίσθητες από τις τομογραφίες PET στην ανίχνευση της επίδρασης της παχυσαρκίας στις εγκεφαλικές μεταβολές.

«Αυτό που μας εντυπωσίασε είναι ότι μπορέσαμε να εντοπίσουμε την προγνωστική επίδραση της παχυσαρκίας στους αιματολογικούς δείκτες με μεγαλύτερη ακρίβεια απ’ ό,τι με τις απεικονίσεις PET», σημείωσε.

Τι σημαίνουν όλα αυτά

Σύμφωνα με τον δρ Mohammadi, ο τρόπος που η παχυσαρκία επηρεάζει τη συσσώρευση αμυλοειδούς και τις μεταβολές στους αιματολογικούς δείκτες έχει άμεση σημασία για την εκτίμηση και τη διαχείριση του κινδύνου από τους επαγγελματίες υγείας.

«Σύμφωνα με την έκθεση της Lancet Commission για το 2024, 14 παράγοντες κινδύνου που μπορούν να τροποποιηθούν ευθύνονται για περίπου 45% του συνολικού κινδύνου εμφάνισης της νόσου Αλτσχάιμερ», ανέφερε. «Αν περιορίσουμε έστω και έναν από αυτούς, μπορούμε να μειώσουμε σημαντικά τα περιστατικά ή να καθυστερήσουμε την έναρξη της νόσου».

Ο δρ Raji εκτίμησε ότι στο μέλλον οι επαναλαμβανόμενες μετρήσεις αιματολογικών βιοδεικτών, σε συνδυασμό με τις εγκεφαλικές απεικονίσεις, θα αποτελούν βασικό εργαλείο για την παρακολούθηση των θεραπειών που στοχεύουν στο αμυλοειδές.

«Πρόκειται για εξαιρετικά σημαντική εξέλιξη, καθώς πλέον υπάρχουν φάρμακα που μπορούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την παχυσαρκία, πράγμα που σημαίνει ότι στο μέλλον θα μπορούμε να παρακολουθούμε πώς τα φάρμακα απώλειας βάρους επηρεάζουν τους βιοδείκτες της νόσου Αλτσχάιμερ», είπε ο επιστήμονας. «Το γεγονός ότι διαθέτουμε πλέον αιματολογικούς δείκτες για την παρακολούθηση της μοριακής παθολογίας της νόσου, καθώς και απεικονίσεις MRI για την εκτίμηση της εγκεφαλικής εκφύλισης και της ανταπόκρισης στη θεραπεία, είναι καθοριστικό. Αυτή η μελέτη αποτελεί βάση για μελλοντικές έρευνες και κλινικές δοκιμές».